Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Α Ι Κ Α Τ Ε Ρ Ι Ν Η Σ Μ Ο Ν Α Χ Η Σ

Ο Ο Σ Ι Ο Σ Α Ρ Σ Ε Ν Ι Ο Σ

Ο Μ Ε Γ Α Σ Η Σ Υ Χ Α Σ Τ ΗΣ

Κ Α Ι

Φ Ι Λ Ο Σ Ο Φ Ο Σ

Εκδόσεις «Η Αλήθεια»

ΑΘΗΝΑΙ 1985

Αφιερούται στην

Συγγραφέα και Φιλόσοφον

ΝΙΚΥ ΠΑΡΑΣ

η οποία ακολουθεί

την γραμμή του

Αββά Αρσενίου του μεγάλου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Μέγας Αρσένιος, υπήρξε ο Μεγαλύτερος Ησυχαστής, η κορυφή όλων των Μοναχών. Ο Βασιλεύς των Ησυχαστών. Σ’ αυτόν στηρίχθηκε και ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος. Οι τρεις Μεγάλοι Ησυχασταί, έθεσαν τα θεμέλια του Ησυχασμού. Ο Μέγας Αρσένιος είπε : «ΦΕΥΓΕ, ΣΙΩΠΑ, ΗΣΥΧΑΖΕ. Και ΜΟΝΑΧΕ ΦΕΥΓΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΣΩΖΟΥ». Ο Μέγας Μακάριος ο Αιγύπτιος είπε : «Για να σωθείς ΓΙΝΕ ΝΕΚΡΟΣ». Ο Μέγας Ισαάκ ο Σύρος είπε : «ΥΠΕΡ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗΝ ΑΓΑΠΗΣΟΝ». Δηλαδή, ο καθένας τους ακολούθησε μίαν οδόν και έφθασε στην ΕΝΩΣΗ και στο ΤΕΛΕΙΟ. Ο Αββάς Αρσένιος με την α π ο μ ό ν ω σ η (ΗΣΥΧΙΑ), ο Αββάς Ισαάκ με την σ ι ω π ή και ο Αββάς Μακάριος με την ν έ κ ρ ω σ η.

Υπάρχουν τρία στάδια που πρέπει να περάσει ο άνθρωπος για να φθάσει το ΤΕΛΕΙΟ.

Α) ΣΤΑΔΙΟ ΚΑΘΑΡΣΕΩΣ : Είναι το πρώτο στάδιο το κοινό που ο άνθρωπος χρειάζεται να κάνει τις πρακτικές αρετές για να καθαρισθεί. ( Ελεημοσύνη, νηστεία, γονοκλισίες, καλές πράξεις, υπακοή, αγνή ζωή, δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, προσευχή). Όποιος ακολουθήσει αυτές τις αρετές πλησιάζει στο Θεό, δεν ενώνεται με αυτές, γιατί είναι οι θυγατέρες των αρετών και δεν ενώνουν με το Θεό ανοίγουν μόνον τον δρόμον.

Β) ΣΤΑΔΙΟ ΦΩΤΙΣΕΩΣ : Είναι το δεύτερο στάδιο το μεσαίο. Ως αρετές έχει τις θεωρητικές. Θείος έρως, διάκριση, αλήθεια, ευσπλαχνία, παρθενία, πραότης, ευθύτης, ταπείνωση, νοερά προσευχή, αγάπη. Αυτοί που ανήκουν σε αυτό το στάδιο κάνουν και θαύματα.

Γ) ΣΤΑΔΙΟ ΕΝΩΣΕΩΣ : Είναι το τρίτο στάδιο, είναι το στάδιο των τελείων. Αυτοί δεν κάνουν θαύματα, δεν έχουν δράση, γιατί είναι ενωμένοι με το Θεό.

Αρετές είναι η ΣΟΦΙΑ, η ΑΠΑΘΕΙΑ, η ΣΙΩΠΗ, η ΗΣΥΧΙΑ. Όταν βρίσκεσαι στο τρίτο στάδιο δεν είναι δυνατόν να γυρίσεις πίσω στο δεύτερο ή αν είσαι του δευτέρου να γυρίσεις πίσω στο πρώτο ούτε είναι δυνατόν να αφήσεις τις Μητέρες των αρετών και να γυρίσεις πίσω στις θυγατέρες.

Γι’ αυτό, ο αληθινός Μοναχός απορρίπτει τα έξω και ζει στα έσω. Δηλαδή, ζει πνευματική ζωή, εσωτερική, που αυτή βρίσκεται μόνον στην ησυχία και στην σιωπή. Έτσι, τον γνήσιο Μοναχό δεν τον ρυθμίζουν ούτε τον εξουσιάζουν τα έξω. (Δηλαδή, τα γήϊνα, οι άνθρωποι, οι ανθρώπινοι νόμοι). Επειδή ο Μοναχός εκλήθη για να υπηρετήσει όχι τους άλλους ανθρώπους αλλά αποκλειστικά τον Θεό. Δεν ρυθμίζεται ο Μοναχός ούτε εξουσιάζεται από τους ανθρώπους αλλά μόνον από τον Θεό. Ο Μοναχός είναι απάρνηση του κόσμου γι’ αυτό ζει μακριά του κόσμου. Αυτός και ο Θεός. Ζει ως εραστής του Θεού και του Τέλειου. Ο Μοναχός είναι ο ουράνιος, ο ελεύθερος που δεν είναι δεμένος με τίποτα το γήϊνο. Ζει Μόνος για να υμνεί και να λατρεύει το Θεό, είναι ο αφοσιωμένος, ο λάτρης ο αφιερωμένος του Κυρίου. Σώμα, Νου, Πνεύμα, Καρδιά, Ψυχή, όλα αυτά, τα αφιερώνει στον Θεό και τότε όλα γίνονται Θεός (φως).

Επειδή και το σώμα του είναι αφιερωμένο στο Θεό, γι’ αυτό πρέπει να είναι παρθένο, αγνό, αμόλυντο, ο Μοναχός ορκίζεται Παρθενία. Αφιερώνει τον νου του, γι’ αυτό ο Νους δεν πρέπει να σκέπτεται τίποτα γήϊνο παρά μόνον τον Νυμφίο. Αφιερώνει καρδιά, ψυχή γι’ αυτό. Μέσα στην καρδιά της Μοναχής δεν υπάρχει τίποτα άλλο, παρά μόνο ο Κύριος. Η Μοναχή ανήκει μόνον στον Χριστό. Γι’ αυτό ο Μοναχός δεν είναι αγωνιστής ούτε Ιεραπόστολος. Ο Μοναχός είναι : Ζω για ν’ αγαπώ και να υμνώ το Θεό. Ο Άγιος Αυγουστίνος έλεγε : «Ο άνθρωπος είναι ό,τι αγαπάει, αγαπώντας το Θεό, γινόμαστε Θεοί».

Τρία είναι τα στάδια του Μοναχού :

Α) ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ είναι ο αρχάριος που απαρνείται τον κόσμο και χρειάζεται ένα διάστημα πειθαρχίας (υπακοή), υποταγή σε άνθρωπο. (Κοινόβιο) αφοσιώνεται στην υπηρεσία ανθρώπου.

Β) ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ είναι όταν αφοσιώνεται στην υπηρεσία του Θεού, υποταγή στο Θεό. Θείος έρως, νοερά προσευχή.

Γ) ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ είναι όταν αφοσιώνεται στην παρατήρηση της ιδίας καρδίας. (Καρδιακή προσευχή). Ησυχασμός. Υποταγή στον έσω Θεό. (τον Θεό που έχουμε μέσα μας).

Κάποτε κάποιος συνάντησε έναν Ησυχαστή και του είπε:

- Αββά, θέλω να με θυμάσαι στην προσευχή σου. Ο Αββάς του είπε :

- Θα σε θυμάμαι στην προσευχή μου όταν λησμονώ τον Θεό.

Μοναχισμός λοιπόν, είναι η βίωση του Θεού μέσα στην ησυχία και σιωπή. Στην ακινησία, στην καθόλου δράση στην νέκρωση.

Μοναχισμός είναι η αξιοποίηση του Πνεύματος η εσωτερική ζωή, η θεωρητική ζωή. Δηλαδή, η ζωή της Ησυχίας και του θείου έρωτος. Δεν είναι δράση, αλλά ησυχία. Ο Μοναχισμός, εξαρτάται και ρυθμίζεται μόνον από τον Θεό, όχι από τους ανθρώπους ή ανθρώπινους νόμους, ο Μοναχός πειθαρχεί στους θεϊκούς νόμους. Όταν έρθει σε αντίθεση ο ανθρώπινος με τον Θεϊκό απορρίπτει τον ανθρώπινο. Ο εραστής του Θεού είναι ο Μοναχός, που νοιώθει να φλογίζει την καρδιά του ο έρως του προς τον Θεόν και νοιώθει ευτυχία γιατί αγαπά το τέλειο.

Θείος έρως είναι η αποκλειστική και απόλυτη αγάπη προς τον Θεό. Γι’ αυτό λέγουμε ο μεν αρχάριος Μοναχός χρειάζεται οδηγό Γέροντα ή Γερόντισσα. Ο δε εραστής, δηλαδή, ο προχωρημένος Μοναχός όχι. Επειδή ο εραστής απορροφάται ολόκληρος στο Θεό ώστε δεν σκέπτεται τίποτα ούτε βλέπει ούτε ακούει τίποτα εκτός του Θεού. Δεν ανήκει στον εαυτό του, αλλά ολοκληρωτικά στο Θεό. Και ο τέλειος Μοναχός, ο Ησυχαστής, είναι ανώτερος από την Αγάπη, επειδή ο ίδιος ο Θεός βρίσκεται και βιώνεται στην σιγή, στην σιωπή, στην ησυχία, στην απάθεια.

Α π ά θ ε ι α είναι η πλήρης αναισθησία προς όλα τα γήϊνα και ένωση μετά του Θεού. Απάθεια είναι η Ανάσταση της Ψυχής. Όταν αδιαφορήσεις για όλα τα έξω και ζήσεις μέσα. Αναφέρω με δύο λόγια όλα αυτά, επειδή η βιογραφία αφορά έναν Αληθινό και γνήσιο Μοναχό Ησυχαστή, έναν Πάνσοφο. Ίσως, με την βιογραφία του να σκανδαλισθούν, όσοι δεν γνωρίζουν τι είναι Μοναχός και τι Μοναχισμός. Ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος έλεγε : «Φως των Μοναχών είναι οι Άγγελοι και Φως των ανθρώπων η ζωή των Μοναχών» σελ. 289, έκδοση Παρακλήτου, 1978.


ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Κ ε φ ά λ α ι ο Α΄

Ο Όσιος Αρσένιος στα ανάκτορα

Ο Μέγας Αρσένιος, ο πατέρας του Ησυχασμού, ο Μέγας Αββάς της ερήμου, γεννήθηκε τον 4ον αιώνα. Η καταγωγή του, ήταν από την Ρώμη, εκεί σπούδασε τα ελληνικά γράμματα, όλες τις επιστήμες και την Φιλοσοφία. Η ζωή του ήταν ενάρετη και τα της νεότητός του χρόνια τα πέρασε με σωφροσύνη και άσκηση. Έζησε την ζωή του σαν αληθινός Φιλόσοφος. Ήταν άνθρωπος της μελέτης, μελετούσε κάθε τι που είχε σχέση με τη Γνώση και την Σοφία, αλλά πολύ σύντομα άφησε την σοφία των ανθρώπων για ν’ ασχοληθεί με την Σοφία του Θεού. Άρχισε να ασχολείται με τα διδάγματα της Αγίας Γραφής. Ο Όσιος, ξεχώριζε για την Σοφία του και την αρετή του, γι’ αυτό ο Αρχιεπίσκοπος της Ρώμης βλέποντας τις αρετές του νέου, τον χειροτόνησε Διάκονο.

Την εποχή εκείνη Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ήταν ο Μέγας Θεοδόσιος (379-395). Αυτός επιθυμούσε να διδαχθούν τα παιδιά του, φιλοσοφία και ορθοδοξία για να κυβερνήσουν το βασίλειό του με σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Ζητούσε να βρει ένα έμπειρο και Σοφό διδάσκαλο. Έγραψε, τότε ένα γράμμα στο Βασιλέα της Ρώμης και στον Αρχιεπίσκοπο, αν γνωρίζουν ένα Σοφό δάσκαλο για τα βασιλόπουλα του, να του τον στείλουν. Ο Αρχιεπίσκοπος, πρότεινε τότε, στον Αρσένιο να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να γίνει διδάσκαλος Βασιλέων. Ο ταπεινός, όμως, Αρσένιος αρνήθηκε να πάει, και είπε στον Αρχιεπίσκοπο, ότι αφ’ ότου έγινε Διάκονος, έχει αφήσει την Φιλοσοφία και ασχολείται μόνον με την εκκλησιαστική ακολουθία. Παρόλο που έφερε τις αντιρρήσεις του δεν κατόρθωσε να πείσει τον Αρχηγό της εκκλησίας της Ρώμης, ο οποίος του είπε, ότι εάν δεν τον ακούσει θα τον στείλει με την βία. Ο Αρσένιος προτιμούσε την ησυχία από το Παλάτι, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Έτσι, άφησε την Ρώμη και πήγε στο Βυζάντιο. Ο Βασιλεύς Θεοδόσιος μόλις τον είδε τον υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά, γιατί είχε ακούσει πολλούς επαίνους για την σοφία του και την σωφροσύνη του. Του είπε χαρούμενα : «Από σήμερα σου παραδίδω τα παιδιά μου στα χέρια σου και σε παρακαλώ, να τα διδάξεις την αρετή, ώστε να γίνουν όμοιοί σου. Μην διστάσεις να τους φερθείς αυστηρά και να τα τιμωρήσεις όταν σφάλουν, να τα μεταχειρίζεσαι σαν δικά σου παιδιά και όχι να τα βλέπεις σαν βασιλόπουλα».

Αυτά του είπε, του παρέδωσε τα παιδιά του και του έδωσε μεγάλο αξίωμα. Πρώτος να είναι της Συγκλήτου και ονομάστηκε Πατήρ των βασιλοπαίδων και του βασιλέως. Όλοι οι σοφοί, επαίνεσαν τον Αυτοκράτορα επειδή αυτή η πράξη του τίμησε τον Θεοδόσιο και όχι τον Αρσένιο. Ο Πάνσοφος Αρσένιος έγινε ο διδάσκαλος του Αρκαδίου και του Ονωρίου. Εδίδασκε στον Αρκάδιο και τον Ονώριο τα ελληνικά γράμματα, την φιλοσοφία, την Αγία Γραφή και τα συμβούλευε να βαδίζουν πάντοτε τον δρόμον της αρετής, να έχουν ταπεινοφροσύνη και να ελεούν τους φτωχούς. Αυτά προόδευαν στα μαθήματα και ως προς τα ήθη.

٭ ٭

Μια μέρα πήγε ο Αυτοκράτωρ στην αίθουσα της διδασκαλίας και είδε τον Αρσένιο όρθιο και τα παιδιά του να κάθονται, στους θρόνους και ν’ ακούν την διδασκαλία. Αυτό τον δυσαρέστησε και αμέσως έδωσε εντολή ο μεν Όσιος Αρσένιος να κάθεται τα δε παιδιά του να στέκονται όρθια, όπως όλοι οι μαθητές μπροστά στο διδάσκαλο.

٭ ٭

Ο σοφός Αρσένιος, ζούσε μέσα στο Παλάτι ζωή βασιλική, αλλά δεν αναπαυόταν, ήθελε να ζήσει στην ησυχία στην έρημο. Αυτό το ζητούσε πολλές φορές από τον Θεό. Να βρει τρόπο να φύγει, χωρίς να σκανδαλισθεί ο βασιλεύς και χωρίς να κινδυνεύσει η ζωή του. Ο Θεός όμως, άκουσε την παράκλησή του και του έδωσε την ευκαιρία να φύγει με το εξής επεισόδιο.

Ο Αρκάδιος έκανε ένα σοβαρό παράπτωμα και ο Όσιος δεν έπρεπε να τον αφήσει ατιμώρητο και τον έδειρε. Ο Αρκάδιος οργίστηκε εναντίον του και θέλησε να τον εκδικηθεί. Έβαλε έναν σπαθάριό του να τον σκοτώσει. Ο σπαθάριος, φοβούμενος τον Θεό, φανέρωσε στον Αββά Αρσένιο ότι έχει εντολή να τον σκοτώσει και τον συμβούλευσε να φύγει κρυφά την νύχτα. Αυτό έγινε από την πρόνοια του Θεού για να φύγει ο Αρσένιος από τον κόσμο και να ζήσει στην ησυχία. Τότε ο Όσιος, ζήτησε από τον Θεό να τον φωτίσει που πρέπει να πάει.

Και ο Θεός του απάντησε. Ενώ προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από τον ουρανό : «Αρσένιε φεύγε τους ανθρώπους και σώζου». Άκουσε λοιπόν την φωνή του Θεού που του έλεγε: « Αρσένιε φύγε μακριά από τους ανθρώπους και θα σωθείς». Αμέσως, ο Αρσένιος έφυγε κρυφά από το παλάτι, έφθασε στην παραλία, εκεί έβγαλε τα πλούσια ρούχα που φορούσε και φόρεσε τα ράσα. Κατόπιν, πήρε το πλοίο και πήγε στην Αλεξάνδρεια, εκεί κουρεύθει Μοναχός, ρίχνοντας τις τρίχες από την κεφαλή του, έφυγαν και όλες οι κοσμικές φροντίδες και η ματαιότητα. Φόρεσε το αγγελικό Σχήμα και αναχώρησε για το Όρος, εκεί όπου υπήρχαν και άλλοι ερημίτες και εκεί ασκήτευε. (Κατά τους πρώτους χρόνους του Μοναχισμού οι Μοναχοί αυτοχειροτονούνταν. Ο καθένας που ήθελε να αφιερωθεί στο Θεό μόνος έπαιρνε την απόφαση. Όλοι οι Αναχωρητές, οι Ερημίτες, οι Ασκητές, οι Ησυχαστές, μόνοι τους γινόταν Μοναχοί, αφιερωμένοι του Κυρίου). Αργότερα που δημιουργήθηκαν τα Κοινόβια του χειροτονούσαν οι Γέροντες.


Κ ε φ ά λ α ι ο Β΄

ΦΕΥΓΕ – ΣΙΩΠΑ – ΗΣΥΧΑΖΕ

Όταν αναχώρησε προς την μοναχική ζωή, προσευχήθηκε πάλι στο Θεό λέγοντας : «Κύριε, οδήγησέ με πως θα σωθώ» και άκουσε φωνή να του λέγει : «Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε, γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας».

Ο βασιλεύς, μόλις έμαθε ότι έφυγε κρυφά ο Αρσένιος λυπήθηκε πολύ και έστειλε παντού ανθρώπους να τον βρούνε. Αλλά δεν τον βρήκανε πουθενά γιατί ο Θεός τον κάλυψε, τον έκρυψε και οι άνθρωποι του βασιλέως περάσανε από μπροστά του και δεν τον είδαν.

Μετά το θάνατο του Θεοδοσίου έγινε Αυτοκράτωρ ο Αρκάδιος, αυτός έμαθε που βρίσκεται ο Αρσένιος και του έστειλε γράμμα, χρήματα και δώρα πολλά, παρακαλώντας τον να τον συγχωρήσει και να προσεύχεται γι’ αυτόν. Του έστειλε πάρα πολλά χρήματα, όλους τους φόρους της Αιγύπτου, για να κτίσει Μοναστήρι και να τα μοιράσει στους πτωχούς.

Ο Αρσένιος, φυσικά, δεν δέχθηκε τίποτα, τα επέστρεψε πίσω, λέγοντας ότι δεν είναι πρέπον στους Μοναχούς να μοιράζουν χρήματα. «Εγώ πέθανα για τον κόσμο και ένας πεθαμένος δεν κάνει καμία πράξη, ούτε ελεημοσύνη». Δεν έγραψε γράμμα στον Αρκάδιο, αλλά είπε στον απεσταλμένο του βασιλέως : «Πες του πως τον συγχώρησα και πως προσεύχομαι γι’ αυτόν».

Παρ’ όλο που υπήρξε φιλόσοφος και Μέγας διδάσκαλος και γνώριζε πάρα πολλά έλεγε : «Τίποτα δεν γνωρίζω παρά μόνον τον Ιησού Χριστό».

Στους Μοναχούς έλεγε : «Προσέξτε Μοναχοί από τα τεχνάσματα του διαβόλου. Ο διάβολος με το τάχα να κάνουμε ελεημοσύνη στους πτωχούς, αναγκάζει το Μοναχό να μεταχειρίζεται χρήματα. Δεν επιτρέπεται στον Μοναχό να μοιράζει χρήματα στους φτωχούς».


Κ ε φ ά λ α ι ο Γ΄

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ

Οι Ασκητές συνήθιζαν κάθε Κυριακή σε ολονύχτια αγρυπνία. Μόλις μαζεύτηκαν όλοι παρακάλεσαν τον Αρσένιο να τους πει δυο λόγια διδακτικά. Ο Όσιος ήθελε ν’ αποφύγει, αλλά έκανε υπακοή και τους είπε λίγα λόγια : «Όσιοι πατέρες, αφήσαμε τον κόσμο και ήρθαμε εδώ στην έρημο για να σώσουμε ό,τι πολύτιμο έχει ο άνθρωπος, την ψυχή μας. Πρέπει λοιπόν να φροντίσουμε να καθαρίσουμε την ψυχή μας από τα πάθη. Επειδή μας είναι εύκολο να καταπολεμήσουμε τα πάθη του σώματος, αλλά δύσκολα πολεμούμε, τα πάθη της ψυχής. Υπάρχουν πολλοί που έδειξαν αρετή και εγκράτεια στο σώμα, με την νηστεία, την αγρυπνία, με την κακοπάθεια κατόρθωσαν να νικήσουν το σώμα και τα πάθη του, δηλαδή την πορνεία, την ηδυπάθεια, αλλά τα πάθη της ψυχής, δύσκολα νικιούνται. Τα πάθη της ψυχής για να νικηθούνε χρειάζεται η βοήθεια του Θεού, πάθη της ψυχής είναι ο φθόνος, η φιλοδοξία, το μίσος, η κατάκριση, η κενοδοξία, η υπερηφάνεια, η φιλαργυρία, οι ακάθαρτοι λογισμοί, αυτά δύσκολα νικιούνται. Για να καθαρισθεί η ψυχή από αυτά χρειάζεται προσευχή, αγάπη, ταπείνωση. Ο άνθρωπος όταν ψυχικά δεν είναι καθαρός είναι ακάθαρτος και μοιάζει με το χρυσό εκείνο βάζο που είναι γεμάτο ακαθαρσία. Πολλούς πλανά ο σατανάς, πολλούς τους συμβουλεύει ν’ αφήσουν την ησυχία και να κατεβούν κάτω στην πόλη και να ωφελήσουν το λαό με διδασκαλία. Αυτοί νομίζουν πως έφθασαν στην απάθεια και συνομιλούν αμέριμνα με γυναίκες και πέφτουν στο αμάρτημα της πορνείας και κολάζονται. Άλλους ο σατανάς, τους αφήνει ανενόχλητους για να νομίζουν ότι έφθασαν το τέλειο και πέφτουν στην κενοδοξία και κολάζονται».

Ο Όσιος, είχε αποκτήσει πείρα γύρω από τα τεχνάσματα των δαιμόνων, γιατί πολλές φορές έμπαιναν στο κελί του και τον ενοχλούσαν, ο Αρσένιος έδειχνε πως δεν του φοβόταν αλλά προσευχόταν στο Θεό λέγοντας : «Θεέ μην με εγκαταλείπεις, κανένα καλό δεν έκανα ενώπιόν σου, αλλά δος μου να βάλω αρχή από τώρα». Ήταν πολύ ταπεινός. Φορούσε ράσα παλαιά και σχισμένα. Όποιος τον έβλεπε, πίστευε πως είναι ένας απλός και αγράμματος Μοναχός. Ήταν απλός στο ντύσιμο και στην τροφή και χαρούμενος στο πρόσωπο.

٭ ٭

Ο Αρσένιος έγινε γνωστός σ’ ολόκληρη την χώρα και ερχόντουσαν πολλοί ν’ ακούσουν τους λόγους του και να ωφεληθούν. Πήγε και ο ηγεμών της Αλεξανδρείας και ο Πατριάρχης Θεόφιλος. Τον χαιρέτησαν και ζήτησαν να ακούσουν λόγους γύρω από την σωτηρία και την θέωση, επειδή τόσο κόπιασαν ώσπου να φθάσουν στο κελί του Αγίου. Τους απάντησε, λοιπόν, ο Όσιος : «Εάν σας πω κάτι θα μ’ ακούσετε;», «Ναι», του απάντησαν. Τότε τους είπε ο Πάνσοφος : «Όπου ακούσετε ότι βρίσκεται ο Αρσένιος να φεύγετε μακριά». Εκείνοι ευχαριστήθηκαν, δεν σκανδαλίστηκαν, κατάλαβαν ότι δεν ήθελε να του χαλούν την ησυχία και έφυγαν. ( Με την απάντηση αυτή φανέρωσε και το μυστικό της θεώσεως, δηλαδή η θέωση βρίσκεται στην ησυχία).

٭ ٭

Άλλη πάλι φορά, ο Πατριάρχης έγραψε στον Όσιο, και τον ρωτούσε, εάν πήγαινε να τον δει θα του άνοιγε την πόρτα του κελιού του ή θα πήγαινε άδικα; Ο δε Αρσένιος του είπε : «Εάν δεχθώ εσάς, πρέπει να δέχομαι όλους, και τότε θα αναγκασθώ να φύγω μακριά για να μην με ενοχλείτε». Όταν το άκουσε αυτό ο Πατριάρχης ουδέποτε τόλμησε να πάει πια στον Όσιο.

Κάποιος Μοναχός παρακάλεσε τον Όσιο να του πει πως θα σωθεί και ο Όσιος του είπε : «Να αγωνίζεσαι, ν’ αρέσεις στο Θεό και να προσπαθείς να καθαρίσεις την ψυχή σου, γιατί αν δεν καθαρίσεις την ψυχή σου, δεν θα νικήσεις τα πάθη του σώματος, αν δεν νικήσεις τα πάθη της ψυχής».

٭ ٭

Ένας Μοναχός ρώτησε τον Όσιο : «Γιατί μισείς τους ανθρώπους και μας αποφεύγεις»; Και ο Μέγας Ησυχαστής του απάντησε : «Όσιε Μάρκε, ο Θεός γνωρίζει πόσο σας αγαπώ. Αλλά δεν μπορώ να χωρισθώ στα δύο. Δηλαδή, να είμαι και μαζί σας και με τον Θεό. Προτιμώ να αρέσω περισσότερο στο Θεό παρά στους ανθρώπους. Ή θα είμαι λοιπόν με το Θεό (δηλαδή την Ησυχία) ή με τους ανθρώπους». Ή μέσα ή έξω. (Εδώ βλέπουμε να βάζει την ΗΣΥΧΙΑ πάνω από την ΑΓΑΠΗ). Όλοι οι Άγγελοι έναν σκοπό έχουν να υμνούν συνεχώς τον Θεό. Οι δε άνθρωποι έχουν διάφορες επιθυμίες και δεν γνωρίζουν τι θέλουν. Ο Αρσένιος αγάπησε την ησυχία και στενοχωρούνταν πολύ όταν ερχόταν επισκέπτες, γιατί επιθυμούσε να επικοινωνεί διαρκώς μόνο με το Θεό. (Και σήμερα η παρουσία των κοσμικών στα Μοναστήρια, αποτελεί ενόχληση επειδή αφήνουν την προσευχή οι Μοναχοί για να περιποιηθούν τους επισκέπτες. Είναι εγωϊστικό όταν ωφελούνται οι κοσμικοί πνευματικά εις βάρος της προσευχής των Μοναχών). Ο Όσιος ήταν ανώτερος των ανθρωπίνων παθών και υπέμεινε την πείνα, την δίψα αλλά και τον ύπνο. Πολλές νύκτες έμεινε άϋπνος και προσευχόταν. Κοιμόνταν μία ώρα λέγοντας στον ύπνο : «Έλα, δούλε κάκιστε». Έλεγε πως φθάνει στον Μοναχό να κοιμηθεί μια ώρα μόνο την νύχτα.

٭ ٭

Ήρθαν, κάποτε, στην Σκήτη (δηλαδή στα κελιά των Ασκητών) βάρβαροι (κλέφτες). Μόλις τους είδαν οι Άγιοι Πατέρες, έφυγαν για να μην τους σκοτώσουν. Ο Αρσένιος, καθόλου δεν φοβήθηκε, επειδή και τους δαίμονες εξουσίαζε και οι ασεβείς τον φοβόντουσαν. Έμεινε στο κελί και είπε : «Εάν ο Θεός δεν με προστατεύσει τότε τι την θέλω τη ζωή»; Έμεινε αμέριμνος και ο Θεός τον σκέπασε και κανείς δεν τον είδε. Πέρασαν πλησίον του αλλά αυτός έμεινε αόρατος.

٭ ٭

Ήρθε κάποτε από την Ρώμη στην Αλεξάνδρεια μεγάλη αρχόντισσα, με το αξίωμα της συγκλητικής, πολύ πλούσια και κατά την ψυχή ενάρετη. Είχε μεγάλο πόθο να δει τον Αρσένιο και να ακούσει λόγια ωφέλιμα.

Ο δε Πατριάρχης μόλις το έμαθε την υποδέχθηκε και την φιλοξένησε. Αυτή παρακάλεσε τον Πατριάρχη να την πάει στον Αρσένιο. Ξεκίνησε ο Πατριάρχης μαζί με την πλούσια Ρωμαία και πήγαν στο κελί του Αρσενίου. Πήγε πιο μπροστά ο Πατριάρχης και παρακάλεσε τον Όσιο να την δεχθεί, γιατί είναι ευλαβής και κόπιασε πάρα πολύ και ταλαιπωρήθηκε στη θάλασσα και στην ξηρά για να φθάσει ως εδώ. Ο Όσιος όμως, αρνήθηκε να την δεχθεί και επέστρεψε άπρακτος ο Πατριάρχης. Η γυναίκα όμως, δεν έφυγε, περίμενε έξω από το κελί του Αγίου και μόλις τον είδε, έτρεξε και έπεσε στα πόδια του, και με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσε να της πει σωτήρια λόγια. Ο Άγιος την σήκωσε και με οργή της είπε : «Εάν ήρθες εδώ για να δεις το πρόσωπό μου, βλέπε το. Γιατί λοιπόν διακινδυνεύεις τόσο μακρινό ταξίδι για χάρη μου; Ή για να λες στην πατρίδα σου, στις άλλες γυναίκες πως είδες τον Αρσένιο για να έρθουν και αυτές εδώ!».

Η δε αρχόντισσα απάντησε : «Αληθινά Άγιε Πάτερ, δεν θα αφήσω άλλη να έρθει. Μόνον εγώ ήρθα, επειδή έχω πολύ ευλάβεια στην αγιοσύνη σου, για να μου ευχηθείς και να με μνημονεύεις πάντοτε». Ο δε Όσιος της είπε : «Και εγώ θα παρακαλώ τον Θεό να εξαφανίσει την θύμησή σου από την καρδιά μου».

Μόλις άκουσε αυτό η Ρωμαία, λυπήθηκε πολύ, ταράχθηκε και αμέσως αρρώστησε. Ο Πατριάρχης την παρηγορούσε λέγοντας : «Μην λυπάσαι κυρία, δεν το είπε με μίσος ο Άγιος, αλλά γιατί ο πονηρός σκανδαλίζει τους Ασκητές, όταν θυμούνται γυναίκες. Γι’ αυτό σου μίλησε έτσι. Να ξέρεις, πως θα σε θυμάται στην προσευχή του». Η γυναίκα ησύχασε, έγινε καλά και γύρισε στην Ρώμη.

(Αυτό μας διδάσκει ότι τα έξω γεγονότα είναι του πονηρού, τα δημιουργεί ο νους μας για να μας αποσπά από μέσα για να μας αποσπά από το Θεό. Γι’ αυτό είναι άνευ σημασίας τα έξω. Οι Ησυχαστές, αδιαφορούσαν για ό,τι συνέβαινε έξω γιατί ζούσαν μέσα).

٭ ٭

Κάποιος Μοναχός, είχε μεγάλη επιθυμία να συνομιλήσει με τον Αρσένιο. Πήγε λοιπόν στους άλλους Ασκητές και τους παρακάλεσε να του δείξουν τον Αρσένιο. Εκείνοι του είπαν να περιμένει ως την άλλη μέρα που θα έρθει στην σύναξη ο Όσιος. Εκείνος δεν είχε υπομονή, αλλά έλεγε ότι δεν θα έτρωγε ούτε θα κοιμόταν αν δεν δει τον Όσιο. Τότε τον συνόδευσε ένας Μοναχός και κτύπησαν την Πόρτα του Οσίου. Εκείνος τους υποδέχθηκε, τους χαιρέτησε και κάθησαν με σιωπή, και κανείς δεν μίλησε. Πέρασε πολύ ώρα μέσα στην σιωπή. Ο Μοναχός είπε στον ξένο Μοναχό : «Εγώ θα επιστρέψω στο κελί μου, εσύ μείνε αν θέλεις». Αλλά και ο ξένος έφυγε. Μετά πήγαν και οι δύο στο κελί του Μωϋσή του Αιθίοπος. Αυτός τους υποδέχθηκε χαρούμενος τους έβαλε να φάνε και τους είπε λόγια ωφέλιμα. Ο ξένος έφυγε ευχαριστημένος. Τότε ο Μοναχός ρώτησε τον ξένο, ποιος από τους δυο του φάνηκε ποιο ενάρετος. Ο ξένος απάντησε : «Εκείνος που με φίλευσε». Άκουσε αυτά τα λόγια κάποιος Άγιος Γέροντας και παρακάλεσε το Θεό να του δείξει ποιος από τους δύο έπραξε καλύτερα. Ο ένας αποφεύγει τους ανθρώπους για το Όνομά σου και ο άλλος τους αγκαλιάζει. Και τότε είδε σε έκσταση, δύο βάρκες που έτρεχαν σ’ ένα ποταμό. Στην μία ήταν ο Αρσένιος και έπλεε μόνος και ήρεμος και από το Πνεύμα του Θεού προστατευόμενος και καθοδηγούμενος. Στην άλλη, ήταν ο Μωϋσής ο Αιθίωψ και τον τάϊζαν με μέλι οι Άγιοι Άγγελοι. Αυτά όταν είδε ο Γέροντας, κατάλαβε πως και οι δύο ήταν αξιότατοι εργάτες του Θεού, αλλά η σιωπή του Αρσενίου ήταν προτιμότερη από την φιλοξενία του Μωϋσέως. Και τούτο διότι με τον Αρσένιο ήταν ο ίδιος ο Θεός, ενώ με τον Μωϋσή ήταν οι Άγγελοί του.

٭ ٭

Αρρώστησε ο Άγιος Αρσένιος και ο Ιερεύς έφερε ένα πενιχρό στρώμα και ένα μαξιλάρι για να μην ταλαιπωρείται ο άρρωστος. Ήρθε τότε να τον δει και ένας Γέροντας. Μόλις τον είδε έτσι σκανδαλίστηκε, γιατί οι ασκητές ζούσαν σε σκληραγωγία και αυστηρότητα χωρίς να έχουν ανέσεις. Ο Ιερεύς που το κατάλαβε τον ρώτησε, ιδιαιτέρως :

- Πως ζούσες στον κόσμο Γέροντα προτού γίνεις Μοναχός;

- Ήμουν βοσκός και υπέφερα πολύ, ταλαιπώρησα πολύ το σώμα μου.

- Που κοιμόσουν;

- Έξω στην ύπαιθρο, επάνω στα χωράφια και έτρωγα ξερό ψωμί και χόρτα.

- Τώρα περνάς καλά;

- Τώρα δόξα τω Θεώ, έχω το κελί μου και μαγειρεύω το φαγητό μου και ζω ποιο άνετα από πρώτα.

- Αυτόν που βλέπεις Γέροντα, ήταν πολύ πλούσιος, ζούσε σε βασιλικό παλάτι, ήταν διδάσκαλος βασιλέων και φορούσε πλούσια ενδύματα, μαλακά στρώματα και είχε κάθε σωματική απόλαυση, ποικιλία από φαγητά και ποτά και πολλούς δούλους. Όλα αυτά τα περιφρόνησε, άφησε τον κόσμο και ήρθε εδώ στην έρημο και ταλαιπωρείται πολύ για την αγάπη του Θεού. Ιδού λοιπόν εσύ αναπαύεσαι και εκείνος ταλαιπωρείται. Μόλις τ’ άκουσε αυτά ο Γέρων, κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρεση και έφυγε.

Ο Όσιος αν και ήταν πολύ μορφωμένος απόφευγε για λόγους ταπεινώσεως να ομιλεί γύρω από τις θείες Γραφές, απέφευγε να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις των Μοναχών, και κατά τις γιορτές όταν πήγαινε στην εκκλησία, κρυβόταν πίσω από μία κολώνα ή πήγαινε σε μία γωνιά για να μην τον βλέπουν. Από εκεί πιο εύκολα ο νους του πετούσε κοντά στο Θεό. Απόφευγε κάθε επίδειξη και φύλαττε την σιωπή. Συχνά έλεγε στον εαυτό του : «Αρσένιε, γιατί ήρθες εδώ στην έρημο και απαρνήθηκες τον κόσμο, φυσικά για να αρέσεις στο Θεό. Λοιπόν, φρόντιζε να κάνεις αυτό που αρέσει στο Θεό».

٭ ٭

Άλλοτε πάλι έλεγε : «Όσες φορές μίλησα μετανόησα, όσες φορές σιώπησα δεν μετανόησα ποτέ».

Ο Αρσένιος, έκανε μεγάλη άσκηση στην νηστεία, στην αγρυπνία και στην ταλαιπωρία του σώματος. Όταν προσευχόταν, άρχιζε την προσευχή του με την δύση του ηλίου και τελείωνε την προσευχή του με την ανατολή. Ακούραστος όλη την νύχτα προσευχόταν. Είχε πάντα το πένθος γι’ αυτό συνέχεια τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Αυτό μόλις είδε ο Αββάς Ποιμήν του είπε : «Μακάριος είσαι Αρσένιε, γιατί έκλαψες αρκετά στην ζωή τούτη. Έτσι, στην άλλη ζωή θα χαίρεσαι παντοτινά και δεν θα πενθήσεις ούτε θα κλάψεις ποτέ». Γιατί αυτός που δεν κλαίει τον εαυτό του εδώ, θα κλάψει εκεί αιωνίως.

Και ο Πατριάρχης της Αλεξανδρείας Θεόφιλος, όταν πέθανε ο Αρσένιος είπε : «Μακάριος είσαι εσύ Αρσένιε γιατί θυμόσουν πάντοτε την ώρα του θανάτου».

٭ ٭

Κάποτε περνούσε ένα ποταμό ο Όσιος και καθώς περνούσε μια αραπίνα, κράτησε το ράσο του και το τράβηξε. Ο Όσιος, θύμωσε και την έβρισε. Εκείνη του απάντησε : «Δεν σου πρέπει να οργίζεσαι Αρσένιε, τόσο εύκολα, αλλά αν είσαι Μοναχός να μένεις στο κελί σου». Και ο Αρσένιος είπε στον εαυτό του αυστηρά : «Ακούς Αρσένιε, εάν είσαι Μοναχός πήγαινε στο Όρος».

Έλεγε ο Αββάς Αρσένιος, εάν ζητήσουμε το Θεό, θα μας φανερωθεί και εάν τον κρατήσουμε θα μείνει σ’ εμάς.

Κάποτε ένας Μοναχός, ρώτησε τον Αββά Αρσένιο.

- Αββά μου, οι λογισμοί μου μου λέγουν, αφού δεν μπορείς νηστεύεις ούτε να εργασθείς, πήγαινε να επισκέπτεσαι στην λαύρα τους ασθενείς Μοναχούς και να τους βοηθάς επειδή αυτό είναι αγάπη.

Ο δε Αρσένιος, του απάντησε :

- Πήγαινε, τρώγε, πίνε, κοιμήσου, όσο θέλεις, μην εργάζεσαι, αλλά να μένεις στο κελί σου, αυτό είναι Μοναχός.

( Με την απάντηση αυτή του Πανσόφου Αββά Αρσενίου φανερώνεται ότι η ησυχία είναι και υπεράνω της αγάπης. Ο Θεός είναι αγάπη και με την αγάπη κατορθώνεται η ένωση με τον Θεό, αλλά η ησυχία είναι η συνεχής ένωση, ο Ησυχαστής είναι και υπεράνω του εραστού του Θεού. Ο γράφων το βιβλίο τούτο, είναι εραστής και προσπαθεί να γίνει Ησυχαστής ).

Κάποτε, ήλθαν Μοναχοί στον Αββά Αρσένιο και πολύ τον παρακάλεσαν να τους ανοίξει. Αυτός τους δέχθηκε και τον ρώτησαν, να τους πει, «γιατί οι Ησυχαστές δεν δέχονται κανέναν». Ο Αρσένιος, απάντησε : «Όταν η Παρθένος είναι στο σπίτι του πατρός της, πολλοί θέλουν να την μνηστευθούν. Όταν όμως πάρει άνδρα, τότε δεν αρέσει σ’ όλους. Άλλοι μεν την περιφρονούν, άλλοι δεν την επαινούν και δεν βρίσκει τόση εκτίμηση όσο πριν που ήταν κρυμμένη. Έτσι, και με την ψυχή, από την στιγμή που θα φύγει από την σιωπή και ησυχία και αρχίσει επικοινωνία με τους ανθρώπους, τότε δεν αρέσει σ’ όλους και από το Θεό χάνει την τιμή».

٭ ٭

Κάποτε ρώτησαν τον Αρσένιο, τι γνώμη έχει για τους μοναχούς που ταξιδεύουν σε ξένη πόλη. Και ο Αρσένιος είπε : «Εάν ταξιδεύεις σε ξένη χώρα, πρόσεξε ν’ αποφύγεις σύναψη γνωριμίας, μην αποκτήσεις θάρρος με κανένα, ούτε να εξοικειωθείς με κανένα, εάν θέλεις να ωφεληθείς. Δηλαδή, να μείνεις ξένος».

٭ ٭

Ο Αρσένιος, αγάπησε με όλη του την ψυχή την ησυχία και στενοχωρούταν όταν ερχόταν επισκέπτες, επειδή επιθυμούσε να επικοινωνεί, διαρκώς μετά του Θεού. Δια τούτο το κελί του απείχε από τα κελιά των άλλων, περισσότερο από τριάντα μίλια.

٭ ٭

Άλλοτε πάλι, ο Μέγας Αρσένιος, είδε να έρχεται κάποιος Μοναχός επισκέπτης, αμέσως άρχισε να τον πετροβολά. Έτσι, τον απομάκρυνε, το έκανε αυτό για να αποφύγει την συναναστροφή των ανθρώπων και να έχει ησυχία, επειδή έτσι, βιώνεται ο Θεός.

٭ ٭

Έλεγε ο Αρσένιος να μην αφήνουν οι Μοναχοί την ησυχία και να μετακινούνται, διότι συναναστρέφονται με όσους δεν θέλουν και πολλές φορές βλέπουν και ακούν ό,τι δεν πρέπει.

٭ ٭

Ο Αββάς Αρσένιος και ο Αββάς Θεόδωρος που ασκήτευαν στην Φέρμη, μισούσαν πολύ την δόξα των ανθρώπων, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους. Για ν’ αποφύγει ο Αρσένιος την δόξα, δεν συναντούσε εύκολα άνθρωπο. Ο δε Αββάς Θεόδωρος, δεν απέφευγε την συνάντηση των ανθρώπων. Όταν συναντούσε ανθρώπους και συζητούσε μαζί τους ήταν τόσο απότομος κατά την ομιλία, που δεν προκαλούσε την συμπάθεια των ανθρώπων, γινόταν αντιπαθητικός.

Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ ότι μερικοί Μοναχοί όταν επρόκειτο να πάνε στην Θηβαΐδα για λινάρια είπαν : «Με την ευκαιρία αυτή, ας δούμε και τον σοφό Αρσένιο».

Πήγε στον Όσιο ο Αββάς Αλέξανδρος και του είπε ότι αδελφοί από την Αλεξάνδρεια θέλουν να τον δουν.

Του είπε ο Γέρων : «Μάθε πρώτα για ποιο λόγο έχουν έρθει». Αφού έμαθε, είπε πάλι στον Όσιο : «Πηγαίνουν στην Θηβαΐδα για λινάρια». Τότε του είπε ο Όσιος : «Αφού είναι έτσι, δεν βλέπουν το πρόσωπό του Αρσενίου, γιατί δεν ήρθαν για μένα, αλλά για την δουλειά τους. Ανάπαυσέ τους και απόλυσέ τους ειρηνικά λέγοντας ότι ο Αρσένιος δεν μπορεί να τους συναντήσει».

٭ ٭

Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ για τον Αββά Αρσένιο, ότι αγρυπνούσε συνεχώς όλη την νύκτα και όταν επρόκειτο να κοιμηθεί, έλεγε στον ύπνο : «Εμπρός κακέ δούλε». Λίγο κοιμόταν και αμέσως ξυπνούσε. Έλεγε για τον ύπνο : «Αρκετό είναι στον Μοναχό να κοιμάται μια ώρα, αν είναι αγωνιστής».

٭ ٭

Κάποιος Μοναχός, πήγε στο κελί του Αρσενίου στην σκήτη, κοίταξε από την θυρίδα και βλέπει τον Γέροντα, ολόκληρο σαν φλόγα. Ήταν δε άξιος να δει ο Μοναχός ότι ο Αρσένιος είχε γίνει Πυρ (είχε ενωθεί με το Θεό). Μόλις κτύπησε την πόρτα, βγήκε ο Όσιος και βλέπει τον Μοναχό έκθαμβο. Τον ρώτησε : «Έχεις πολλή ώρα που κτυπάς; Μήπως είδες τίποτα εδώ»; Και εκείνος απάντησε, όχι.

Ήρθε κάποιος Αββάς στον Αρσένιο και του χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε ο Όσιος, νομίζοντας ότι είναι ο υποτακτικός του. Μόλις είδε ότι ήταν άλλος έπεσε με το πρόσωπο κάτω. Εκείνος του λέγει : «Σήκω Αρσένιε να σε ασπασθώ». Ο Αρσένιος του απάντησε : «Δεν σηκώνομαι αν δεν φύγεις». Τον παρακάλεσε πολλή ώρα. Δεν σηκώθηκε. Μόλις έφυγε, τότε σηκώθηκε ο Όσιος.


Κ ε φ ά λ α ι ο Δ΄

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ

Ο Αρσένιος, είχε δώσει εντολή στους μαθητές του να μην γράψουν την βιογραφία του, γιατί πάντοτε έκρυβε τις αρετές του, για ν’ αποφεύγει την μάταιη δόξα του κόσμου και τον έπαινο των ανθρώπων, κι αυτό γιατί υπήρξε πού ταπεινόφρων. Όταν πλησίαζε το τέλος του οι μαθητές του άρχισα να θρηνούν απαρηγόρητα, ο Αρσένιος τους είπε : «Μην λυπόσαστε, Μοναχοί, σας δίνω μια παραγγελία, αν δεν την εκτελέσετε δεν θα σας το συγχωρήσω ποτέ. Να μην τολμήσει κανείς να δώσει, έστω και το πιο μικρό μέρος από το λείψανό μου. Αν το κάνετε, θα ζητήσω από το Θεό να σας τιμωρήσει».

Και τότε τον ρώτησα οι μαθητές του :

- Τι να το κάνουμε το λείψανό σου;

Ο Όσιος τους απάντησε : «Να δέσετε ένα σχοινί στο πόδι μου να το σύρετε μέχρι το βουνό και να το ρίξετε στο γκρεμό, για να μην μπορεί άνθρωπος να το πλησιάσει».

Δεν ήθελε ο Άγιος την δόξα των ανθρώπων, ούτε μετά τον θάνατό του, για να μην γίνει εμπόδιο αυτό στην αιώνια δόξα, για να μην ελαττωθεί η αιώνια δόξα που του ετοίμαζε ο Κύριος που τόσο πολύ τον αγάπησε στην ζωή του. Ό,τι στερείσαι εδώ, το απολαμβάνεις εκεί και ό,τι απολαμβάνεις εδώ το στερείσαι εκεί. Όταν αγαπάς τον Θεό εδώ θα σ’ αγαπήσει και Εκείνος εκεί. Ο Αρσένιος, υπήρξε φλογερός εραστής της Ησυχίας (του Θεού).

٭ ٭

Όταν αναχώρησε προς τον Κύριο, ήταν ηλικίας 120 χρονών. Στην έρημο, έζησε 55 χρόνια. Όταν είχε φύγει από τα ανάκτορα, ήταν 65 ετών. Σε όλη του τη ζωή δεν αρρώστησε ποτέ βαριά, δεν έχασε το φως του, ούτε κανένα μέλος του σώματος δεν εξασθένησε, ήταν υγιέστατος, γιατί ήταν πολύ εγκρατής.

Το λείψανό του, οι μαθητές του το έκρυψαν σε μέρος κρυφό για να μην βρεθεί ποτέ αφού πρώτα το έψαλλαν. Όλα έγιναν όπως το είχε ζητήσει ο Όσιος. Ο Όσιος Αρσένιος αγωνίσθηκε ανδρεία και νίκησε τους τρεις μεγάλους εχθρούς, τον κόσμο, την σάρκα και τον διάβολο. Τα 55 χρόνια της ασκητικής ζωής του τα έζησε με λιτότητα, με σιωπή, με ταπείνωση, με εγκράτεια και με τέλεια απάρνηση του κόσμου, του σώματός του και με την ενθύμηση πάντοτε του θανάτου.

Δεν ήθελε να αρέσει στους ανθρώπους, παρά μόνον στον Θεό, που τόσο πολύ αγάπησε στη ζωή του, και συνεχώς ζούσε μέσα στον Θεό και ο Θεός μέσα σ’ Αυτόν. Αυτός υπήρξε ο Όσιος, Αββάς Αρσένιος ο Μέγας, Ησυχαστής και Φιλόσοφος.

Τα στοιχεία της βιογραφίας του, έχουν μαζευτεί από διάφορες πηγές που έγραψαν άλλοι Μοναχοί, γιατί οι μαθητές του δεν έγραψαν τίποτα όπως το είχε ζητήσει ο Όσιος. Δεν έχουμε τίποτα από την διδασκαλία του, έχουμε όμως διδασκαλία τη ζωή του. Με την ζωή του μας δίδαξε την Ησυχία και την Σιωπή. Που από αυτά τα δυο τίποτα ανώτερο δεν υπάρχει. Την μνήμη του γιορτάζουμε στις 8 Μαΐου.


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ

Τῶν τερπῶν ἀπανέστης ἐμφρόνως Ὂσιε, χρηματισθείς οὐρανόθεν ὡς Ἀβραάμ ὁ κλεινός και Ἀγγέλων μιμητής ὤφθης τῶ βίω σου, λόγω ἐμπρέπων πρακτικῶ και σοφία ἀληθεῖ, Ἀρσένιε Θεοφόρε. Και νῦν ἀπαύτως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τας ψυχάς ἡμῶν.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ

Ὡς ἐκ τῆς Σοφίας ἐνθεώτατον θεράποντα, και ἡσυχίας ὁδηγόν και θεῖον γνώμονα, εὐφημοῦμεν σε οἱ δοῦλοι σου Θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς θείας κοινωνός μακαριότατος, ἐκ παντίων ἡμᾶς λύτρωσαι κακώσεων, ἵνα κράξωμεν, χαίροις Πάτερ Ἀρσένιε.

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ

Χαίροις τῆς Σοφίας λύχνος λαμπρός και τῆς Ἡσυχίας φοῖνιξ ὂντως ὁ εὐθαλής, ὁ πράξεσι θείαις, κομῶν και θεωρίαις, Ἀρσένιε παμμάκαρ, Ὁσίων καύχημα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αυτή ήταν η ζωή του Μεγάλου Ησυχαστή που από τη ζωή του μαθαίνουμε τη διδασκαλία του, τι πίστεψε ο Μέγας Αρσένιος, ποια οδό Σωτηρίας ακολούθησε, πως έφθασε στην ένωση και συνάντησε το Θεό. Στην ένωση έφθασε με τις τρεις ανώτατες αρετές : ΗΣΥΧΙΑ – ΣΙΩΠΗ – ΑΠΑΘΕΙΑ .Ο Αρσένιος υπήρξε γνήσιος και αληθινός Μοναχός.

«Ο Μοναχός είναι σώμα αγνό, νους καθαρός και αδιάκοπη θύμηση του Θεού» (Ευεργ. Β΄ τομ. σελ. 552).

«Ο απαθής βρίσκεται μέσα στο Θεό και ο Θεός μέσα στον απαθή» (Ευεργ. Δ΄ τομ. σελ. 377, ΑΒ. Ησαϊου).

«Όταν αδιαφορείς για τις ταλαιπωρίες, τα βάσανα, τις ασθένειες βρίσκεσαι στην απάθεια» (Αγ. Διαδόχου, Ευεργ. Γ΄ τομ. σελ. 222).

«Η θεωρία των κοσμικών βλάπτει τους Μοναχούς» (Ισαάκ Σύρος, σελ. 455, εκδ. Ρηγοπούλου).

«Η σιωπή είναι το Μυστήριο του Μέλλοντος αιώνος, ο λόγος το όργανο του κόσμου» (Ισαάκ Σύρος, σελ. 450).

«Να γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Θεός, ότι εγώ είμαι η απάθεια» (Κλιμ. Ιωάν., σελ. 373, εκδ. Παρακλήτου).

«Ο Μοναχισμός είναι ανώτερος από το κήρυγμα του Ευαγγελίου» (Ορθόδοξος Πνευματικότης, σελ. 29).

«Ως Μοναχός ν’ αποφεύγεις κάθε ψέμα, αν ποθείς να προσευχηθείς, αλλιώς άδικα έχεις το Σχήμα του Μοναχού δεν σου ταιριάζει». Ύψος Νοητού (Νείλου Ασκητού, σελ. 265).

Αυτά ομολογούν όλοι οι Μεγάλοι Ασκητές και αληθινοί Μοναχοί. Επειδή η ουσία του Θεού είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ, ο Θεός είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Η ουσία του Διαβόλου είναι το ΨΕΜΑ. Όταν λέγεις ψέματα, πυκνώνεις, σκοτεινιάζεις γίνεσαι σκότος, γι’ αυτό είναι απαράδεκτο ο Μοναχός να λέγει ψέματα επειδή ο Μοναχός είναι Φως, είναι Άγγελος.

ΑΜΗΝ


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΝΙΚΥ ΠΑΡΑΣ

(Ένα μέρος της συνεντεύξεως από περιοδικό)

ΕΡΩΤΗΣΗ : Είναι αλήθεια ότι αποφεύγεται τον κόσμο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Η μεγαλυτέρα μου ευχαρίστηση είναι να κλείνομε μέσα, να μην βλέπω κανέναν, αποφεύγω τον κόσμο και αντιπαθώ την πολυκοσμία επειδή λατρεύω την ησυχία. Επίσης, όταν ταξιδεύω, ποτέ δεν τρώγω, δεν πίνω ούτε νερό, δεν μιλώ σε κανέναν.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Είναι αλήθεια ότι σας πρότειναν να γίνεται Ηγουμένη;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ναι. Πολλές φορές είχα προτάσεις και απάντησα : «Δεν θέλω να γίνω ένας Παχώμιος, αλλά ένας Αρσένιος». Και αυτό όχι από φιλοδοξία, επειδή ο Αρσένιος έφθασε σε μεγάλα ύψη, πιο υψηλά από τον κοινοβιάτη Ηγούμενο, αλλά γιατί ταιριάζω περισσότερο με τον χαρακτήρα του Αρσενίου.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Είναι αλήθεια ότι αποφεύγετε τις χειραψίες και δεν θέλετε να σας αγγίζει κανείς;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ναι, δεν θέλω να μ’ αγγίζει κανείς.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Γιατί δεν θέλεις να σ’ αγγίζουν οι άνθρωποι, μήπως για την κοσμική ακτινοβολία που είναι αρνητική;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Γιατί θέλω να νοιώθω μόνη, δίπλα να μην είναι κανείς, όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει Θεός.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Σας φοβίζει ο θάνατος;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Θέλω να φύγω από τη Γη, μόλις φθάσω στο ΤΕΛΕΙΟ, άλλωστε γι’ αυτό ήρθα.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Τι θα ‘θελες να ήσουν;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Τίποτα απ’ ότι είμαι.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Που συνάντησες τον αληθινό Μοναχισμό;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Μόνο στα βιβλία και μερικοί που προσπαθούν να εφαρμόσουν κατά Μόνας.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Τι επιθυμείτε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Κάποτε, ζητούσα ένα Αληθινό Μοναχισμό, τώρα τίποτα γιατί σ’ αυτήν την εποχή είναι αδύνατον να βρεθεί.

Η Νίκυ Πάρας έλεγε : «Ο Μοναχός δεν πρέπει να βγαίνει από το κελί του, γιατί στον κόσμο καταστρέφεται και αν βγει, να είναι πολύ σύντομος στις επισκέψεις του, μετρημένος στα λόγια του και να φεύγει αμέσως στο Μοναστήρι του ή στο κελί του».

Γι’ αυτό η Ν.Π. είχε πολύ σύντομες επισκέψεις, δέκα λεπτά μόνον έβλεπε τη μητέρα της και αυτό μια φορά το μήνα. Απέφευγε κάθε τι που είχε σχέση με ανθρώπους και έφευγε γρήγορα στο κελί της, όπου έμενε κατά Μόνας.