Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου.
Η Εύα της βίβλου και η γυναίκα της ιστορίας.
Της Μαρίας Ζαφείρη
Προλεγόμενα
1. Στο μέσο των συμβόλων και των αρχετύπων ο μύθος συλλαμβάνει τη μεταϊστορική διάσταση μέσα στην ιστορική. Ο Jacob Grimm το λέγει με σαφήνεια: «ο μύθος παίζει γύρω από τις αρχές της ανθρώπινης φυλής».
Και ο Berdiaeff, που εκλαμβάνει τον μύθο ως θεμελιώδη κατηγορία κάθε φιλοσοφίας της ιστορίας λέγει: «Το βάθος του χρόνου διαμορφώνει τον κρυφό τόκο στον εσωτερικό κόσμο του ίδιου του ανθρώπου». Στην καρδιά κάθε μύθου βρίσκεται ένα αρχέτυπο. Η σπουδαιότητά του συνίσταται στο γεγονός ότι τα αρχέτυπα τρέφουν τους μυθολόγους και διαμένουν στο βάθος της ψυχής μας. Ο Jung τα αποκαλεί «όργανα της ψυχής». Είναι μέσα στη λανθάνουσα ψυχική δομή και προϋπάρχουν από την ατομικότητά μας ως σύμφυτα με το μοναδικό ασυνείδητο της ψυχής μας. Το αρχέτυπο της «Μητέρας» με το νόημα της μορφολογικής του δομής προϋπάρχει από όλες τις μορφές του «μητρικού στοιχείου».
Το αρχέτυπο άνδρας-γυναίκα, animus-anima, Αδάμ-Εύα αναπαύεται στο βάθος του υποσυνείδητού μας άθικτο και ταυτόσημο σε όλες τις εποχές και στις πιο μακρινές, όπως ακριβώς και σήμερα.
2. Χωρίς να εισέλθουμε σε ανάλυση λεπτομερή και με βιβλικά κείμενα, εξαίρουμε μόνο μερικές περικοπές που αφορούν άμεσα το θέμα μας. Ας σημειώσουμε κατ’ αρχήν πόσο καταπληκτικός είναι αυτός ο πρώτος λόγος του ανθρώπου που απηύθυνε στον εαυτό του, η πρώτη δήλωση του ανδρός προς την γυναίκα του: «Το~υτο ν~υν [οστο~υν [εκ τ~ων [οστέων μου καί σάρξ [εκ τ~ης σαρκός μου» (Γεν. 2:23). Η Γένεση λέγει: Ποιήσωμεν {ανθρωπον (ha adam, ενικός), καί [αρχέτωσαν (πληθυντικός)· καί [εποίησεν ]ο Θεός τόν {ανθρωπον... {αρσεν καί θ~ηλυ [εποίησεν α[υτούς, (και ο πληθυντικός αναφέρεται στον ενικό, τον άνθρωπο) (Γεν. 1:26-27). Η δεδομένη διάκριση ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, σαν δύο άτομα απομονωμένα του λοιπού το ένα από το άλλο, προέρχεται από το βάθος της αρχικής αλήθειας.
Παρόλα αυτά, από τη βιβλική διήγηση βγαίνει σαφές το συμπέρασμα ότι αυτές οι δύο όψεις του ανθρώπου είναι αδιαχώριστες, ώστε αν πάρουμε χωριστά τον άνδρα ή την γυναίκα δεν αποτελούν τον τέλειο άνθρωπο. Η γέννηση της Εύας φαίνεται σαν ο μεγάλος μύθος της ομοουσιότητας των συμπληρωματικών αρχών του ανθρωπίνου όντος, του πρώτου αρχετύπου κάθε ανθρωπίνου στοιχείου.
3. Το φως του Χριστού «φωτίζει πάντα {ανθρωπον [ερχόμενον ε[ις τόν κόσμον» (Ιωάν. 1:9). Ο Λόγος κατήλθε στον Αδάμ προαιωνίως, σημειώνει από την πλευρά του ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Το συγκλονιστικό γεγονός είναι ότι η Βίβλος αρχίζει όχι με τη δημιουργία αλλά με την αποκάλυψη της προενανθρωπήσεως. Ενώπιον της αιώνιας παρουσίας του Θεού η δημιουργία είναι ένα γίγνεσθαι, περνά από μίαν «]εσπέρα» και ένα «πρωί»· η ύπαρξή της είναι «]η πορεία ]υπό τό βλέμμα το~υ Θεο~υ». Ο κανόνας της ζωής είναι να κινείται στο εσωτερικό του Θεού, στον φωτεινό κύκλο, στο εσωτερικό βάθος της σχέσεως που επιβάλλεται από το Άγιο Πνεύμα. «\ Οταν ]ο [οφθαλμός σου ]απλο~υς @?η, καί \ολον τό σ~ωμα σου φωτεινόν {εστιν» (Λουκ. 11:34)
Το να είναι κανείς πλήρως εικόνα, σημαίνει ότι αντανακλά τη θεία κοινωνία μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, και σ’ αυτό το αξίωμα ανταποκρίνεται η δομή του αρχικού ανθρωπίνου κυττάρου, κατά το οποίον ο καθένας δημιουργήθηκε ως ον ενώπιον άλλου.
Η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στην ολοκληρωτική εμμονή του στο «ναι» σε μια αμοιβαία ύπαρξη, μέσα σε μια φυσική διαβεβαίωση των υπάρξεων ως αγάπη αθάνατη. Όταν πούμε από το βάθος της ψυχής μας «σ’ ένα αγαπώ» σημαίνει ότι «ζούμε πάντοτε». Σ’ αυτό το «ναι» της διαβεβαιώσεως, στη φωτεινή δέσμη του θείου οφθαλμού, δύο όντα κατανοούν τα λόγια του Άσματος Ασμάτων· «[ Αδέλφιδός μου [εμοί, κ[αγώ α[υτ~~?ω» (2:16).
Η ύπαρξή τους είναι άμεση και διαυγής αμοιβαιότητα, εξάρτηση από τον Θεό. Είναι ο ένας για τον άλλον και ο ένας μέσα στον άλλον. Έτσι μόνον υφίσταται ο τρόπος να ανήκουν στο Θεό.
Ο λόγος του Θεού έθεσε την αμοιβαιότητα των όντων και ποτέ δεν απευθύνεται στον άνδρα ή τη γυναίκα· ποτέ δεν τους χωρίζει. Αυτή είναι η αρχική κατάσταση· οι πηγές αναβλύζουν ζων ύδωρ, διαυγές, καθαρό. Τίποτε δεν έρχεται να το διαταράξει· τα πάντα είναι <καλά λίαν>.
4. Η γνώση του κακού οδηγεί την ύπαρξη στην σκιά του Θεού· «[επάν ]ο [οφθαλμός πονηρός @?η, καί τό σ~ωμά σου σκοτεινόν» (Λουκ. 11:34). Αυτό συμβαίνει, γιατί ο άνθρωπος παύει να είναι πομπός του φωτός· δεν φωτίζει τίποτε. Το άρρωστο μάτι βλέπει δίπλα στον Θεό, «αλληθωρίζει», βλέπει την εξωτερική πλευρά, τη φανταστική, το σκοτάδι. Πώς όμως μια τέτοια ύπαρξη είναι δυνατή; Οι διδάσκαλοι της μυστικής ζωής θέλουν να μας πουν να προσέξουμε την εσωτερική πραγματικότητα, για την οποία πολλές φορές ομιλεί το Ευαγγέλιο.
«Σύ δέ \οταν προσεύχ?η, ε{ισελθε ε[ις τό ταμε~ιον σου καί κλείσας τήν θύραν σου πρόσευξαι τ~?ω Πατρί σου τ~?ω [εν τ~?ω κρυπτ~?ω...» (Ματθ. 6:6). Είναι φανερό ότι εδώ το «ταμε~ιον» σημαίνει το βάθος του πνεύματός μας. Έτσι πραγματώνεται η συνάντηση με τον Θεό, η κοινωνία με τον Χριστό. Μια παρόμοια «εσωτερικοποίηση» αποκαλύπτει ότι η πτώση πραγματοποιήθηκε μέσα στα βάθη του πνεύματος. Στο εσωτερικό του ανθρώπου εκλείπει το φως και ο άνθρωπος ρίχνεται στην εξωτερική πλευρά, στην επιφάνεια, όπου το παν καθίσταται ύλη πετρωμένη, διάστημα απομονωμένο, χρόνος που μετρά τον θάνατο, φύση και αναγκαιότητα, παράλογο και μηδέν.
Το φως «εξωτερικοποιείται» επίσης και εξαντικειμένου καθίσταται οπτικό μέσα στη δομή του ανθρωπίνου όντος. Ο χωρισμός από τον Θεό προξενεί συνάμα μια ρωγμή στην εσωτερικότητα του ανθρώπου, η ρωγμή περνά μέσα από το αρχικό ον, το περιπλέκει, το τεμαχίζει και εξωτερικοποιεί τα συστατικά του μέρη. Έτσι η ανδρόγυνη ενότητα γίνεται το ανδρικό και το γυναικείο στοιχείο, πολωμένα και τα δύο και καθοριζόμενα από τις δυνάμεις της έλξεως και της αποστροφής. Οι όροι της κοινωνίας αντιστρέφονται σε όρους πολώσεως, ο καθένας ανήκει στον εαυτό του. Η διαστροφή των σχέσεων αντικειμενοποιεί, μεταμορφώνει τα πάντα σε αντικείμενο. Από τότε που η κοινωνία διασπάσθηκε, διαμορφώθηκε η συνείδηση των κυρίων και των σκλάβων. Έτσι το παν συντέλεσε ώστε η γυναίκα να γίνει για τον άνδρα ένα αντικείμενο ευχαριστήσεως ή δεσποτικής επιρροής. Ο άνθρωπος πέφτει από το πεδίο του Θεού, καταντά στη σκιά, εισέρχεται στη νύκτα και γι’ αυτό ο Θεός ερωτά, «[ Αδάμ πο~υ ε~ι;» (Γεν. 3:9)
Ένα ξένο στοιχείο εισέρχεται στις σχέσεις όλων, η διάσπαση. Η αμοιβαία οικειότητα χάνεται σ’ όλες τις φάσεις της ιστορίας και ο ένας ποτέ δεν παύει να ερωτά τον άλλον· «[ Αδάμ πο~υ ε~ι;»
5. Η χριστολογία των πατέρων δείχνει ότι η πρώτη φύση μας είναι η μόνη αληθινή που θέλησε ο Θεός, με τη θεία εικόνα χαραγμένη μέσα της. Ο Θεός άνθρωπος, το πρότυπο - αρχέτυπο, όπως λέγουν οι παλαιοί πνευματικοί΄.
Ο συμβολισμός του Βαπτίσματος (στην ελληνική γλώσσα λέγεται φωτισμός) ξαναφέρνει τον άνθρωπο στη φωτεινή κοινωνία και τον κάνει να φανερώνεται ως τέκνο φωτός. «[ Εν Χριστ~?ω [ Ιησο~υ, ο[υκ {ενι {αρσεν καί θ~ηλυ...» (Γαλ. 3:28) «ο{υτε γυνή χωρίς [ανδρός ο{υτε [ανήρ χωρίς γυναικός [εν Κυρί?ω» (Α΄ Κορ. 11:11) Η εκ νέου ολοκλήρωση του ανθρωπίνου κυττάρου [εν Χριστ~?ω βρίσκεται στην καρδία του μυστηρίου του γάμου. Η ιστορία ανοίγει και κλείνει πάνω σ’ αυτό το μυστήριο της ανθρώπινης φύσεως και οδηγεί στο σημείο του τέλους της.
Η Μητριαρχία
1. Ο άνθρωπος του παραδείσου ριζώνεται στο μυστήριο του Χριστού. Οι πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι ο Θεός τη στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου, έβλεπε το αρχέτυπο, την εικόνα του Χριστού.
2. Η λέξη Θεός μας κάνει να σκεφθούμε αυθόρμητα ότι ένα ον που κατέχει όλες τις δυνάμεις και που θέτει στην πρώτη γραμμή ολόκληρη την παντοδυναμία του «Πιστεύω ε[ις \ενα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ο[υρανο~υ καί γ~ης.» Η παντοδυναμία του Θεού αμέσως παρουσιάζεται ποιοτικά ως πατρική. Πριν απ’ όλα και κατ’ ουσίαν ο Θεός είναι πατέρας και μόνο έτσι έπειτα είναι δημιουργός, κριτής κ και αυτό που είναι στην καρδιά της χριστιανικής ελπίδας, σωτήρας και παρηγορητής. Και είναι σωτήρας, γιατί είναι πατέρας. Έτσι, αφού στο κέντρο της θεωρίας του Θεού τοποθετείται η θεία πατρότητα, η αιώνια κοινωνία Πατρός και ανθρώπου, της εικόνας του. Το ουσιώδες θέμα της σωτηρίας είναι της υιοθεσίας.
Το Άγιο Πνεύμα αναγγέλλει τον αποφασιστικό λόγο της χριστιανικής πίστεως, στα βάθη του ανθρώπου, κράζοντας αββά ο Πατήρ (Γαλ. 4:7). Η θεμελιώδης θρησκευτική κατηγορία είναι η κατηγορία της πατρότητος.
3. Ο άνθρωπος ως προς τη δομή του είναι κατ’ εικόνα του Θεού δημιούργημα, είναι σύμμορφος με αυτόν που είναι πατήρ κατά την ουσία του. Και εν προκειμένω η πιο περίεργη ανακάλυψη είναι το γεγονός ότι ο άνδρας δεν είναι προικισμένος με το πατρικό ένστικτο στην ίδια ένταση, όπως η γυναίκα είναι προικισμένη με το μητρικό ένστικτο. Ο άνδρας είναι κατακτητής, τυχοδιώκτης, δημιουργός, ποτέ όμως δεν εκδηλώνεται ως προς τα στοιχεία της πατρότητός του και το γεγονός αυτό αποτελεί ένα παράδοξο. Σημαίνει ότι ο άνδρας δεν έχει τίποτε το άμεσο στη φύση του που είναι αυθόρμητη έκφραση της θρησκευτικής κατηγορίας της πατρότητος, σημαίνει λοιπόν η θρησκευτική αρχή μέσα στον άνθρωπο εκφράζεται από τη γυναίκα. Η ιδιαίτερη ευαισθησία στο καθαρά πνευματικό στοιχείο είναι η anima και όχι ο animus.
Η γυναικεία ψυχή βρίσκεται πιο κοντά στις πηγές της Γενέσεως. Άλλωστε η αλήθεια αυτή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η πνευματική πατρότητα χρησιμοποιεί εικόνες από την μητρότητα. «Τέκνα μου, ο\υς πάλιν [ωδίνω {αχρις ο#υ μορφωθ~?η Χριστός [εν ]υμ~ιν» (Γαλ. 4:19).
4. Έτσι αν ο Χριστός σώζει τον κόσμο, η Θεοτόκος είναι εκείνη που τον προστατεύει και εισάγει μέσα στην «απανθρωπία» του την τρυφερότητα της χάριτος. Αν ο Ντοστογιέφσκι ξεπερνά τις πιο σκοτεινές αβύσσους για να ριχτεί στη χαρά, αυτό το οφείλει στη Μητέρα του Θεού, όπως το δείχνει η σταθερή προσευχή του· «τήν π~ασαν [ελπίδα μου ε[ις σέ [ανατίθημι, Μ~ητερ το~υ Θεο~υ, φύλαξόν με ]υπό τήν σκέπην σου». Η μητέρα του Θεού είναι η Μεγάλη Μητέρα, «]η πηγή τ~ης ζω~ης» (Γεν. 2:6). Η αλήθεια αυτή περιέχει μια μεγάλη χαρά για τους ανθρώπους. Η καταβρεγμένη γη, η τροφός γη, είναι η εικόνα του μητρικού κόλπου. Δια της παρθένου, συμμετέχει στη γέννηση του Θεού και παρουσιάζει την κοσμική μορφή της γεννήσεως.
Αντίθετα κάθε αθεϊσμός περιέχει εν σπέρματι την πιο βαθιά πίκρα και αποκαλύπτει κατ’ ουσίαν ως ανδρικός, μέσα στην ατροφία του θρησκευτικού αισθήματος εξαρτήσεως, που δόθηκε ως χάρη στη γυναίκα. Ο στρατευόμενος αθεϊσμός δεν χαρακτηρίζεται από τις αρχές του για το σαρκαστικό του πνεύμα έναντι του μυστηρίου της Παρθένου-Μητέρας; Έτσι η πηγή κάθε ηθικής βρίσκεται ακριβώς στη μητρική αρχή· καθαριότητα, αυτοθυσία, προστασία των αδυνάτων.
5. Εύα σημαίνει ακριβώς ζωή, αλλά εκείνος που με την προφητική του διορατικότητα, έδωσε αυτό ο όνομα, ήθελε να επισημάνει κάτι περισσότερο από μια απλή βιολογική συνέχεια, από μια «σφραγίδα υπεσχημένης χάριτος», περισσότερο ακόμα από μια πρόβλεψη ότι από το γένος αυτό θα βγει «]η βασίλισσα μέ χρυσόν [από τό [ Οφείρ» (Ψαλμ. 45:10).
Στη γυναίκα γίνεται ο Ευαγγελισμός, στη γυναίκα ο αναστημένος Χριστός εμφανίζεται πρώτα και η γυναίκα «περιβάλλεται τόν \ηλιον» (Αποκ. 12:1) που παριστάνει τη νέα Ιερουσαλήμ. Η Βίβλος υψώνει τη γυναίκα σε θρησκευτική αρχή της ανθρώπινης φύσεως. Είναι το στόμα της ανθρωπότητας. Στο ταπεινό «γένοιτο» της δούλης του Θεού απαντά το «γενηθήτω» του δημιουργού και του ουρανίου πατρός, είναι το ελεύθερο και ολόκληρης της ανθρωπότητας που έρχεται να αναπαυθεί στο έργο της ενανθρωπήσεως σαν το απαραίτητο θεμέλιο του ανθρωπίνου στοιχείου.
Στη θεία Πατρότητα, ως συστατικό γνώρισμα της θείας ουσίας, που γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, απαντά αμέσως η γυναικεία μητρότητα σαν ειδική θρησκευτική λειτουργία της ανθρώπινης φύσεως. Το θεανδρικό μυστήριο τελειώνεται στην anima.
6. Σε μια αρχαία λειτουργική προσευχή ο άνθρωπος απευθύνεται στη Θεοτόκο και παρακαλεί: «Με την αγάπη σου ένωσε την ψυχή μου, κάνε με ένα με όλες τις ψυχικές καταστάσεις, κάνε να αναβλύσει η δύναμη της ενότητος, η ψυχή».
Από τη θρησκευτική της δομή η γυναίκα είναι αυτή η πράξη της ζωοποιού ολοκληρώσεως, μόνη ικανή να αντισταθεί στη φθορά και την απανθρωπιά, όπου ολοένα και κλείνεται περισσότερο το ανδρικό πνεύμα των καιρών μας. Με το νόημα αυτό πρέπει να καταλάβουμε τα λόγια του Μπερντιάγιεφ, όταν ομιλεί για τον «μεγάλης σημασίας ρόλο της γυναίκας που θα αναλάβει σημαίνουσα θέση στην ιστορία του αύριο… στη θρησκευτική αφύπνιση των καιρών μας».
7. Στην ιστορία, η μητριαρχία αντιτίθεται στην πατριαρχία. Στην ύπαρξη, επικρατεί η αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται προικισμένος με διαφορετικές δόσεις του «animus» και της «anima» με την αρχή του νοός, της αναλύσεως και της διαφοροποιήσεως, της κοινωνίας και της ενότητας από την άλλη· με το λόγο και τον έρωτα.
Επίσης στον εαυτό του και τον σύντροφό του και σ’ όλες τις μορφές της ζωής του βρίσκει την ύπαρξη πολωμένη. Η ένταση ανάμεσα στους δύο πόλους είναι νόμος ψυχικός, είναι επίσης η αρχή που καθορίζει ολόκληρη τη ζωή. Τα δύο αντίθετα αυτά στοιχεία μπορούν να καταστούν απελπισμένοι αντίπαλοι και να ριχτούν σε μια πάλη χωρίς έλεος, μπορούν όμως να συνυπάρξουν συμπληρωματικά σε μια υπέρτατη ενότητα.
Το μητρικό ένστικτο είναι η πηγή, απ’ όπου βγαίνει το Α και το πατρικό ένστικτο είναι εκείνο που κατευθύνεται σ’ ένα σκοπό, στο Ω. Αλλά στο δρόμο της πολώσεως των μορφών, το πατρικό ένστικτο μπορεί να εκτραπεί, να υποστεί τον πειρασμό, να ακολουθήσει την άρνηση και να επιστρέψει στη νύκτα των αρχών.
8. Ως κοινωνική μορφή, η επιστροφή στη μητριαρχία θα σήμαινε τον έσχατο βαθμό εκφυλισμού του ανθρωπίνου τύπου. Η γυναίκα παίρνοντας τη θέση του ανδρός δεν έχει να προσφέρει τίποτε το ιδιαίτερο. Αντίθετα, χάνει το μητρικό στοιχείο και την ίδια την αποστολή της. Αρχή θρησκευτική υποτάσσεται στο πνεύμα. Περισσότερο από τον άνδρα είναι ανοικτή στις μαγικές και δαιμονικές δυνάμεις και το στοιχείο της λογικής δεν ασκεί κανένα ρόλο στο βασίλειό της. Από την άποψη αυτή, η μητριαρχία και οι διάφορες μορφές της γυναικοκρατίας είναι βαθιά διδακτικές, για να καταλάβουμε την ίδια την αξία της γυναίκας.