Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου.

Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου.

Η Εύα της βίβλου και η γυναίκα της ιστορίας.

Της Μαρίας Ζαφείρη

Προλεγόμενα

1. Στο μέ­σο των συμ­βό­λων και των αρ­χε­τύ­πων ο μύ­θος συλ­λαμ­βά­νει τη με­τα­ϊ­στο­ρι­κή διά­στα­ση μέ­σα στην ι­στο­ρι­κή. Ο Jacob Grimm το λέ­γει με σα­φή­νεια: «ο μύ­θος παί­ζει γύ­ρω α­πό τις αρ­χές της αν­θρώ­πινης φυ­λής».

Και ο Berdiaeff, που ε­κλαμ­βά­νει τον μύ­θο ως θε­με­λιώ­δη κα­τη­γο­ρί­α κά­θε φι­λο­σο­φί­ας της ι­στο­ρί­ας λέ­γει: «Το βά­θος του χρό­νου δια­μορ­φώ­νει τον κρυ­φό τό­κο στον ε­σω­τε­ρι­κό κό­σμο του ί­διου του αν­θρώ­που». Στην καρ­διά κάθε μύ­θου βρί­σκε­ται έ­να αρ­χέ­τυ­πο. Η σπου­δαιό­τη­τά του συ­νί­στα­ται στο γε­γο­νός ό­τι τα αρ­χέ­τυ­πα τρέ­φουν τους μυ­θο­λό­γους και δια­μέ­νουν στο βά­θος της ψυχής μας. Ο Jung τα α­πο­κα­λεί «όρ­γα­να της ψυ­χής». Εί­ναι μέ­σα στη λαν­θά­νου­σα ψυ­χι­κή δο­μή και προ­ϋ­πάρ­χουν α­πό την α­το­μι­κό­τη­τά μας ως σύμ­φυ­τα με το μο­να­δι­κό α­συ­νεί­δη­το της ψυ­χής μας. Το αρ­χέ­τυ­πο της «Μη­τέ­ρας» με το νό­η­μα της μορ­φο­λο­γι­κής του δο­μής προ­ϋ­πάρ­χει α­πό ό­λες τις μορ­φές του «μη­τρι­κού στοι­χεί­ου».

Το αρ­χέ­τυ­πο άν­δρας-γυ­ναί­κα, animus-anima, Α­δάμ-Εύ­α α­να­παύ­ε­ται στο βά­θος του υ­πο­συ­νεί­δη­τού μας ά­θι­κτο και ταυ­τό­ση­μο σε ό­λες τις ε­πο­χές και στις πιο μα­κρι­νές, ό­πως α­κρι­βώς και σή­με­ρα.

2. Χω­ρίς να ει­σέλ­θου­με σε α­νά­λυ­ση λε­πτο­με­ρή και με βι­βλι­κά κεί­μενα, ε­ξαί­ρου­με μό­νο με­ρι­κές πε­ρι­κο­πές που α­φο­ρούν ά­με­σα το θέ­μα μας. Ας ση­μειώ­σου­με κατ’ αρ­χήν πό­σο κα­τα­πλη­κτι­κός εί­ναι αυ­τός ο πρώ­τος λό­γος του ανθρώ­που που α­πη­ύ­θυ­νε στον ε­αυ­τό του, η πρώ­τη δή­λω­ση του αν­δρός προς την γυναί­κα του: «Το~υ­το ν~υν [ο­στο~υν [εκ τ~ων [ο­στέ­ων μου καί σάρ­ξ [εκ τ~ης σαρ­κός μου» (Γεν. 2:23). Η Γέ­νε­ση λέ­γει: Ποι­ή­σω­μεν {αν­θρω­πον (ha adam, ε­νι­κός), καί [αρ­χέ­τω­σαν (πλη­θυ­ντι­κός)· καί [ε­ποί­η­σεν ]ο Θε­ός τόν {αν­θρω­πον... {αρ­σεν καί θ~η­λυ [ε­ποί­η­σεν α[υ­τούς, (και ο πληθυ­ντι­κός α­να­φέ­ρε­ται στον ε­νι­κό, τον άν­θρω­πο) (Γεν. 1:26-27). Η δε­δο­μέ­νη διά­κρι­ση ανά­με­σα στον άν­δρα και τη γυ­ναί­κα, σαν δύ­ο ά­το­μα α­πο­μο­νω­μέ­να του λοι­πού το έ­να α­πό το άλ­λο, προ­έρ­χε­ται α­πό το βά­θος της αρ­χι­κής α­λή­θειας.

Πα­ρό­λα αυ­τά, α­πό τη βι­βλι­κή δι­ή­γη­ση βγαί­νει σα­φές το συ­μπέ­ρα­σμα ότι αυ­τές οι δύ­ο ό­ψεις του αν­θρώ­που εί­ναι α­δια­χώ­ρι­στες, ώ­στε αν πά­ρου­με χωρι­στά τον άν­δρα ή την γυ­ναί­κα δεν α­πο­τε­λούν τον τέ­λειο άν­θρω­πο. Η γέν­νη­ση της Εύ­ας φαί­νε­ται σαν ο με­γά­λος μύ­θος της ο­μο­ου­σιό­τη­τας των συ­μπλη­ρω­ματι­κών αρ­χών του αν­θρω­πί­νου ό­ντος, του πρώ­του αρ­χε­τύ­που κά­θε αν­θρω­πί­νου στοι­χεί­ου.

3. Το φως του Χρι­στού «φω­τί­ζει πά­ντα {αν­θρω­πον [ερ­χό­με­νον ε[ις τόν κό­σμον» (Ιω­άν. 1:9). Ο Λό­γος κα­τήλ­θε στον Α­δάμ προ­αιω­νί­ως, ση­μειώ­νει α­πό την πλευ­ρά του ο Κλή­μης ο Α­λε­ξαν­δρεύς. Το συ­γκλο­νι­στι­κό γε­γο­νός εί­ναι ότι η Βί­βλος αρ­χί­ζει ό­χι με τη δη­μιουρ­γί­α αλ­λά με την α­πο­κά­λυ­ψη της προ­ε­νανθρω­πή­σε­ως. Ε­νώ­πιον της αιώ­νιας πα­ρου­σί­ας του Θε­ού η δη­μιουρ­γί­α εί­ναι έ­να γί­γνε­σθαι, περ­νά α­πό μί­αν «]ε­σπέ­ρα» και έ­να «πρω­ί»· η ύ­παρ­ξή της εί­ναι «]η πο­ρεί­α ]υ­πό τό βλέμ­μα το~υ Θε­ο~υ». Ο κα­νό­νας της ζω­ής εί­ναι να κι­νεί­ται στο ε­σω­τε­ρι­κό του Θε­ού, στον φωτει­νό κύ­κλο, στο ε­σω­τε­ρι­κό βά­θος της σχέ­σε­ως που ε­πι­βάλ­λε­ται α­πό το Ά­γιο Πνεύ­μα. «\ Ο­ταν ]ο [ο­φθαλ­μός σου ]α­πλο~υς @?η, καί \ο­λον τό σ~ω­μα σου φω­τει­νόν {ε­στιν» (Λουκ. 11:34)

Το να εί­ναι κα­νείς πλή­ρως ει­κό­να, ση­μαί­νει ό­τι α­ντα­να­κλά τη θεί­α κοι­νω­νί­α μέ­σα στην αν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α, και σ’ αυ­τό το α­ξί­ω­μα α­ντα­πο­κρίνε­ται η δο­μή του αρ­χι­κού αν­θρω­πί­νου κυτ­τά­ρου, κα­τά το ο­ποί­ον ο κα­θέ­νας δημιουρ­γή­θη­κε ως ον ε­νώ­πιον άλ­λου.

Η ε­λευ­θε­ρί­α του αν­θρώ­που συ­νί­στα­ται στην ο­λο­κλη­ρω­τι­κή εμ­μο­νή του στο «ναι» σε μια α­μοι­βαί­α ύ­παρ­ξη, μέ­σα σε μια φυ­σι­κή δια­βε­βαί­ω­ση των υπάρ­ξε­ων ως α­γά­πη α­θά­να­τη. Ό­ταν πού­με α­πό το βά­θος της ψυ­χής μας «σ’ έ­να α­γαπώ» ση­μαί­νει ό­τι «ζού­με πά­ντο­τε». Σ’ αυ­τό το «ναι» της δια­βε­βαιώ­σε­ως, στη φω­τει­νή δέ­σμη του θεί­ου ο­φθαλ­μού, δύ­ο ό­ντα κα­τα­νο­ούν τα λό­για του Ά­σματος Α­σμά­των· «[ Α­δέλ­φι­δός μου [ε­μοί, κ[α­γώ α[υτ~~?ω» (2:16).

Η ύ­παρ­ξή τους εί­ναι ά­με­ση και διαυ­γής α­μοι­βαιό­τη­τα, ε­ξάρ­τη­ση α­πό τον Θε­ό. Εί­ναι ο έ­νας για τον άλ­λον και ο έ­νας μέ­σα στον άλ­λον. Έ­τσι μό­νον υφί­στα­ται ο τρό­πος να α­νή­κουν στο Θε­ό.

Ο λό­γος του Θε­ού έ­θε­σε την α­μοι­βαιό­τη­τα των ό­ντων και πο­τέ δεν α­πευ­θύ­νεται στον άν­δρα ή τη γυ­ναί­κα· πο­τέ δεν τους χω­ρίζει. Αυ­τή εί­ναι η αρ­χι­κή κα­τά­στα­ση· οι πη­γές ανα­βλύ­ζουν ζων ύ­δωρ, διαυ­γές, κα­θα­ρό. Τί­πο­τε δεν έρ­χε­ται να το δια­τα­ρά­ξει· τα πά­ντα εί­ναι <κα­λά λί­αν>.

4. Η γνώ­ση του κα­κού ο­δη­γεί την ύ­παρ­ξη στην σκιά του Θε­ού· «[ε­πάν ]ο [ο­φθαλ­μός πο­νη­ρός @?η, καί τό σ~ω­μά σου σκο­τει­νόν» (Λουκ. 11:34). Αυ­τό συμ­βαί­νει, για­τί ο άν­θρω­πος παύ­ει να εί­ναι πο­μπός του φω­τός· δεν φω­τί­ζει τί­πο­τε. Το άρ­ρω­στο μά­τι βλέ­πει δί­πλα στον Θε­ό, «αλ­λη­θω­ρί­ζει», βλέ­πει την ε­ξω­τε­ρι­κή πλευ­ρά, τη φα­ντα­στι­κή, το σκο­τά­δι. Πώς ό­μως μια τέ­τοια ύ­παρ­ξη εί­ναι δυ­να­τή; Οι δι­δά­σκα­λοι της μυ­στι­κής ζω­ής θέ­λουν να μας πουν να προ­σέ­ξου­με την ε­σω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για την ο­ποί­α πολ­λές φο­ρές ο­μι­λεί το Ευαγ­γέ­λιο.

«Σύ δέ \ο­ταν προ­σεύχ?η, ε{ι­σελ­θε ε[ις τό τα­με~ιον σου καί κλεί­σας τήν θύ­ραν σου πρό­σευ­ξαι τ~?ω Πα­τρί σου τ~?ω [εν τ~?ω κρυ­πτ~?ω...» (Ματ­θ. 6:6). Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι ε­δώ το «τα­με~ιον» ση­μαί­νει το βά­θος του πνεύ­μα­τός μας. Έ­τσι πραγ­μα­τώ­νε­ται η συ­νά­ντη­ση με τον Θε­ό, η κοι­νω­νί­α με τον Χρι­στό. Μια πα­ρόμοια «ε­σω­τε­ρι­κο­ποί­η­ση» α­πο­κα­λύ­πτει ό­τι η πτώ­ση πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μέ­σα στα βά­θη του πνεύ­μα­τος. Στο ε­σω­τε­ρι­κό του αν­θρώ­που ε­κλεί­πει το φως και ο άνθρω­πος ρί­χνε­ται στην ε­ξω­τε­ρι­κή πλευ­ρά, στην ε­πι­φά­νεια, ό­που το παν κα­θίστα­ται ύ­λη πε­τρω­μέ­νη, διά­στη­μα α­πο­μο­νω­μέ­νο, χρό­νος που με­τρά τον θά­να­το, φύ­ση και α­να­γκαιό­τη­τα, πα­ρά­λο­γο και μη­δέν.

Το φως «ε­ξω­τε­ρι­κο­ποιεί­ται» ε­πί­σης και ε­ξα­ντι­κει­μέ­νου κα­θί­σταται ο­πτι­κό μέ­σα στη δο­μή του αν­θρω­πί­νου ό­ντος. Ο χω­ρι­σμός α­πό τον Θε­ό προ­ξενεί συ­νά­μα μια ρωγ­μή στην ε­σω­τε­ρι­κό­τη­τα του αν­θρώ­που, η ρωγ­μή περ­νά μέ­σα α­πό το αρ­χι­κό ον, το πε­ρι­πλέ­κει, το τε­μα­χί­ζει και ε­ξω­τε­ρι­κο­ποιεί τα συ­στατι­κά του μέ­ρη. Έ­τσι η αν­δρό­γυ­νη ε­νό­τη­τα γί­νε­ται το αν­δρι­κό και το γυ­ναι­κεί­ο στοι­χεί­ο, πο­λω­μέ­να και τα δύ­ο και κα­θο­ρι­ζό­με­να α­πό τις δυ­νά­μεις της έλξε­ως και της α­πο­στρο­φής. Οι ό­ροι της κοι­νω­νί­ας α­ντι­στρέ­φο­νται σε ό­ρους πο­λώ­σε­ως, ο κα­θέ­νας α­νή­κει στον ε­αυ­τό του. Η δια­στρο­φή των σχέ­σε­ων α­ντι­κειμε­νο­ποιεί, με­τα­μορ­φώ­νει τα πά­ντα σε α­ντι­κεί­με­νο. Α­πό τό­τε που η κοι­νω­νί­α δια­σπά­σθη­κε, δια­μορ­φώ­θη­κε η συ­νεί­δη­ση των κυ­ρί­ων και των σκλά­βων. Έ­τσι το παν συ­ντέ­λε­σε ώ­στε η γυ­ναί­κα να γί­νει για τον άν­δρα έ­να α­ντι­κεί­με­νο ευχα­ρι­στή­σε­ως ή δε­σπο­τι­κής ε­πιρ­ρο­ής. Ο άν­θρω­πος πέ­φτει α­πό το πε­δί­ο του Θε­ού, κα­τα­ντά στη σκιά, ει­σέρ­χε­ται στη νύ­κτα και γι’ αυ­τό ο Θε­ός ε­ρω­τά, «[ Αδάμ πο~υ ε~ι;» (Γεν. 3:9)

Έ­να ξέ­νο στοι­χεί­ο ει­σέρ­χε­ται στις σχέ­σεις ό­λων, η διά­σπα­ση. Η α­μοι­βαί­α οι­κειό­τη­τα χά­νε­ται σ’ ό­λες τις φά­σεις της ι­στο­ρί­ας και ο έ­νας ποτέ δεν παύ­ει να ε­ρω­τά τον άλ­λον· «[ Α­δάμ πο~υ ε~ι;»

5. Η χρι­στο­λο­γί­α των πα­τέ­ρων δεί­χνει ό­τι η πρώ­τη φύ­ση μας εί­ναι η μόνη α­λη­θι­νή που θέ­λη­σε ο Θε­ός, με τη θεί­α ει­κό­να χα­ραγ­μέ­νη μέ­σα της. Ο Θε­ός άνθρω­πος, το πρό­τυ­πο - αρ­χέ­τυ­πο, ό­πως λέ­γουν οι πα­λαιοί πνευ­μα­τι­κοί΄.

Ο συμ­βο­λι­σμός του Βα­πτί­σμα­τος (στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα λέ­γε­ται φωτι­σμός) ξα­να­φέρ­νει τον άν­θρω­πο στη φω­τει­νή κοι­νω­νί­α και τον κά­νει να φα­νερώ­νε­ται ως τέ­κνο φω­τός. «[ Εν Χρι­στ~?ω [ Ι­η­σο~υ, ο[υκ {ε­νι {αρ­σεν καί θ~η­λυ...» (Γαλ. 3:28) «ο{υ­τε γυ­νή χω­ρίς [αν­δρός ο{υ­τε [α­νήρ χω­ρίς γυ­ναι­κός [εν Κυ­ρί?ω» (Α΄ Κορ. 11:11) Η εκ νέ­ου ο­λο­κλή­ρω­ση του αν­θρω­πί­νου κυτ­τά­ρου [εν Χρι­στ~?ω βρί­σκε­ται στην καρ­δί­α του μυ­στη­ρί­ου του γά­μου. Η ι­στο­ρί­α α­νοί­γει και κλεί­νει πά­νω σ’ αυ­τό το μυ­στή­ριο της αν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως και ο­δη­γεί στο ση­μεί­ο του τέ­λους της.

Η Μη­τριαρ­χί­α

1. Ο άν­θρω­πος του πα­ρα­δεί­σου ρι­ζώ­νε­ται στο μυ­στή­ριο του Χριστού. Οι πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας λέ­γουν ό­τι ο Θε­ός τη στιγ­μή της δη­μιουρ­γί­ας του αν­θρώ­που, έ­βλε­πε το αρ­χέ­τυ­πο, την ει­κό­να του Χρι­στού.

2. Η λέ­ξη Θε­ός μας κά­νει να σκε­φθού­με αυ­θόρ­μη­τα ό­τι έ­να ον που κα­τέχει ό­λες τις δυ­νά­μεις και που θέ­τει στην πρώ­τη γραμ­μή ο­λό­κλη­ρη την πα­ντοδυ­να­μί­α του «Πι­στεύ­ω ε[ις \ε­να Θε­όν, Πα­τέ­ρα, πα­ντο­κρά­το­ρα, ποι­η­τήν ο[υ­ρανο~υ καί γ~ης.» Η πα­ντο­δυ­να­μί­α του Θε­ού α­μέ­σως πα­ρου­σιά­ζε­ται ποιο­τι­κά ως πα­τρι­κή. Πριν απ’ ό­λα και κατ’ ου­σί­αν ο Θε­ός εί­ναι πα­τέ­ρας και μό­νο έ­τσι έ­πει­τα εί­ναι δη­μιουρ­γός, κρι­τής κ και αυ­τό που εί­ναι στην καρ­διά της χριστια­νι­κής ελ­πί­δας, σω­τή­ρας και πα­ρη­γο­ρη­τής. Και εί­ναι σω­τή­ρας, για­τί είναι πα­τέ­ρας. Έ­τσι, α­φού στο κέ­ντρο της θε­ω­ρί­ας του Θε­ού το­πο­θε­τεί­ται η θεί­α πα­τρό­τη­τα, η αιώ­νια κοι­νω­νί­α Πα­τρός και αν­θρώ­που, της ει­κό­νας του. Το ου­σιώ­δες θέ­μα της σω­τη­ρί­ας εί­ναι της υ­ιο­θε­σί­ας.

Το Ά­γιο Πνεύ­μα α­ναγ­γέλ­λει τον α­πο­φα­σι­στι­κό λό­γο της χρι­στια­νικής πί­στε­ως, στα βά­θη του αν­θρώ­που, κρά­ζο­ντας αβ­βά ο Πα­τήρ (Γαλ. 4:7). Η θε­με­λιώ­δης θρη­σκευ­τι­κή κα­τη­γο­ρί­α εί­ναι η κα­τη­γο­ρί­α της πα­τρό­τη­τος.

3. Ο άν­θρω­πος ως προς τη δο­μή του εί­ναι κατ’ ει­κό­να του Θε­ού δη­μιούργη­μα, εί­ναι σύμ­μορ­φος με αυ­τόν που εί­ναι πα­τήρ κα­τά την ου­σί­α του. Και εν προ­κει­μέ­νω η πιο πε­ρί­ερ­γη α­να­κά­λυ­ψη εί­ναι το γε­γο­νός ό­τι ο άν­δρας δεν είναι προι­κι­σμέ­νος με το πα­τρι­κό έν­στι­κτο στην ί­δια έ­ντα­ση, ό­πως η γυ­ναί­κα εί­ναι προι­κι­σμέ­νη με το μη­τρι­κό έν­στι­κτο. Ο άν­δρας εί­ναι κα­τα­κτη­τής, τυχο­διώ­κτης, δη­μιουρ­γός, πο­τέ ό­μως δεν εκ­δη­λώ­νε­ται ως προς τα στοι­χεί­α της πα­τρό­τη­τός του και το γε­γο­νός αυ­τό α­πο­τε­λεί έ­να πα­ρά­δο­ξο. Ση­μαί­νει ό­τι ο άνδρας δεν έ­χει τί­πο­τε το ά­με­σο στη φύ­ση του που εί­ναι αυ­θόρ­μη­τη έκ­φρα­ση της θρη­σκευ­τι­κής κα­τη­γο­ρί­ας της πα­τρό­τη­τος, ση­μαί­νει λοι­πόν η θρη­σκευ­τική αρ­χή μέ­σα στον άν­θρω­πο εκ­φρά­ζε­ται α­πό τη γυ­ναί­κα. Η ι­διαί­τε­ρη ευαι­σθησί­α στο κα­θα­ρά πνευ­μα­τι­κό στοι­χεί­ο εί­ναι η anima και ό­χι ο animus.

Η γυ­ναι­κεί­α ψυ­χή βρί­σκε­ται πιο κο­ντά στις πη­γές της Γε­νέ­σε­ως. Άλ­λω­στε η α­λή­θεια αυ­τή α­πο­δει­κνύ­ε­ται α­πό το γε­γο­νός ό­τι η πνευ­μα­τι­κή πα­τρότη­τα χρη­σι­μο­ποιεί ει­κό­νες α­πό την μη­τρό­τη­τα. «Τέ­κνα μου, ο\υς πά­λιν [ω­δίνω {α­χρις ο#υ μορ­φωθ~?η Χρι­στός [εν ]υμ~ιν» (Γαλ. 4:19).

4. Έ­τσι αν ο Χρι­στός σώ­ζει τον κό­σμο, η Θε­ο­τό­κος εί­ναι ε­κεί­νη που τον προ­στα­τεύ­ει και ει­σά­γει μέ­σα στην «α­παν­θρω­πί­α» του την τρυ­φε­ρό­τη­τα της χά­ρι­τος. Αν ο Ντο­στο­γιέφ­σκι ξε­περ­νά τις πιο σκο­τει­νές α­βύσ­σους για να ρι­χτεί στη χα­ρά, αυ­τό το ο­φεί­λει στη Μη­τέ­ρα του Θε­ού, ό­πως το δεί­χνει η σταθε­ρή προ­σευ­χή του· «τήν π~α­σαν [ελ­πί­δα μου ε[ις σέ [α­να­τί­θη­μι, Μ~η­τερ το~υ Θε­ο~υ, φύ­λα­ξόν με ]υ­πό τήν σκέ­πην σου». Η μη­τέρα του Θε­ού εί­ναι η Με­γά­λη Μη­τέ­ρα, «]η πη­γή τ~ης ζω~ης» (Γεν. 2:6). Η α­λή­θεια αυ­τή πε­ριέ­χει μια με­γά­λη χα­ρά για τους αν­θρώ­πους. Η κα­τα­βρεγ­μέ­νη γη, η τροφός γη, εί­ναι η ει­κό­να του μη­τρι­κού κόλ­που. Δια της παρ­θέ­νου, συμ­με­τέ­χει στη γέν­νη­ση του Θε­ού και πα­ρου­σιά­ζει την κο­σμι­κή μορ­φή της γεν­νή­σε­ως.

Α­ντί­θε­τα κά­θε α­θε­ϊ­σμός πε­ριέ­χει εν σπέρ­μα­τι την πιο βα­θιά πί­κρα και α­πο­κα­λύ­πτει κατ’ ου­σί­αν ως αν­δρι­κός, μέ­σα στην α­τρο­φί­α του θρη­σκευτι­κού αι­σθή­μα­τος ε­ξαρ­τή­σε­ως, που δό­θη­κε ως χά­ρη στη γυ­ναί­κα. Ο στρα­τευό­μενος α­θε­ϊ­σμός δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό τις αρ­χές του για το σαρ­κα­στι­κό του πνεύ­μα έ­να­ντι του μυ­στη­ρί­ου της Παρ­θέ­νου-Μη­τέ­ρας; Έ­τσι η πη­γή κά­θε η­θι­κής βρί­σκε­ται α­κρι­βώς στη μη­τρι­κή αρ­χή· κα­θα­ριό­τη­τα, αυ­το­θυ­σί­α, προ­στα­σί­α των α­δυ­νά­των.

5. Εύ­α ση­μαί­νει α­κρι­βώς ζω­ή, αλ­λά ε­κεί­νος που με την προ­φη­τι­κή του διο­ρα­τι­κό­τη­τα, έ­δω­σε αυ­τό ο ό­νο­μα, ή­θε­λε να ε­πι­ση­μά­νει κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από μια α­πλή βιο­λο­γι­κή συ­νέ­χεια, α­πό μια «σφρα­γί­δα υ­πε­σχη­μέ­νης χά­ρι­τος», πε­ρισ­σό­τε­ρο α­κό­μα α­πό μια πρό­βλε­ψη ό­τι α­πό το γέ­νος αυ­τό θα βγει «]η βασί­λισ­σα μέ χρυ­σόν [α­πό τό [ Ο­φείρ» (Ψαλ­μ. 45:10).

Στη γυ­ναί­κα γί­νε­ται ο Ευαγ­γε­λι­σμός, στη γυ­ναί­κα ο α­να­στη­μέ­νος Χρι­στός εμ­φα­νί­ζε­ται πρώ­τα και η γυ­ναί­κα «πε­ρι­βάλ­λε­ται τόν \η­λιον» (Αποκ. 12:1) που πα­ρι­στά­νει τη νέ­α Ιε­ρου­σα­λήμ. Η Βί­βλος υ­ψώ­νει τη γυ­ναί­κα σε θρησκευ­τι­κή αρ­χή της αν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως. Εί­ναι το στό­μα της αν­θρω­πό­τη­τας. Στο τα­πει­νό «γέ­νοι­το» της δού­λης του Θε­ού α­πα­ντά το «γε­νη­θή­τω» του δη­μιουργού και του ου­ρα­νί­ου πα­τρός, εί­ναι το ε­λεύ­θε­ρο και ο­λό­κλη­ρης της αν­θρω­πότη­τας που έρ­χε­ται να α­να­παυ­θεί στο έρ­γο της ε­ναν­θρω­πή­σε­ως σαν το α­πα­ραίτη­το θε­μέ­λιο του αν­θρω­πί­νου στοι­χεί­ου.

Στη θεί­α Πα­τρό­τη­τα, ως συ­στα­τι­κό γνώ­ρι­σμα της θεί­ας ου­σί­ας, που γεν­νά τον Υ­ιό και εκ­πο­ρεύ­ει το Ά­γιο Πνεύ­μα, α­πα­ντά α­μέ­σως η γυ­ναι­κεί­α μη­τρό­τη­τα σαν ει­δι­κή θρη­σκευ­τι­κή λει­τουρ­γί­α της αν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως. Το θε­αν­δρι­κό μυ­στή­ριο τε­λειώ­νε­ται στην anima.

6. Σε μια αρ­χαί­α λει­τουρ­γι­κή προ­σευ­χή ο άν­θρω­πος α­πευ­θύ­νε­ται στη Θε­ο­τό­κο και πα­ρα­κα­λεί: «Με την α­γά­πη σου έ­νω­σε την ψυ­χή μου, κά­νε με έ­να με ό­λες τις ψυ­χι­κές κα­τα­στά­σεις, κά­νε να α­να­βλύ­σει η δύ­να­μη της ε­νό­τη­τος, η ψυ­χή».

Α­πό τη θρη­σκευ­τι­κή της δο­μή η γυ­ναί­κα εί­ναι αυ­τή η πρά­ξη της ζω­οποιού ο­λο­κλη­ρώ­σε­ως, μό­νη ι­κα­νή να α­ντι­στα­θεί στη φθο­ρά και την α­παν­θρω­πιά, ό­που ο­λο­έ­να και κλεί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο το αν­δρι­κό πνεύ­μα των και­ρών μας. Με το νό­η­μα αυ­τό πρέ­πει να κα­τα­λά­βου­με τα λό­για του Μπερ­ντιά­γιεφ, ό­ταν ομι­λεί για τον «με­γά­λης ση­μα­σί­ας ρό­λο της γυ­ναί­κας που θα α­να­λά­βει ση­μαί­νου­σα θέ­ση στην ι­στο­ρί­α του αύ­ριο… στη θρη­σκευ­τι­κή α­φύ­πνι­ση των και­ρών μας».

7. Στην ι­στο­ρί­α, η μη­τριαρ­χί­α α­ντι­τί­θε­ται στην πα­τριαρ­χί­α. Στην ύπαρ­ξη, ε­πι­κρα­τεί η αιώ­νια σύ­γκρου­ση α­νά­με­σα στον άν­δρα και στη γυ­ναί­κα. Ο άνθρω­πος πα­ρου­σιά­ζε­ται προι­κι­σμέ­νος με δια­φο­ρε­τι­κές δό­σεις του «animus» και της «anima» με την αρ­χή του νο­ός, της α­να­λύ­σε­ως και της δια­φορο­ποι­ή­σε­ως, της κοι­νω­νί­ας και της ε­νό­τη­τας α­πό την άλ­λη· με το λό­γο και τον έ­ρω­τα.

Ε­πί­σης στον ε­αυ­τό του και τον σύ­ντρο­φό του και σ’ ό­λες τις μορ­φές της ζω­ής του βρί­σκει την ύ­παρ­ξη πο­λω­μέ­νη. Η έ­ντα­ση α­νά­με­σα στους δύ­ο πό­λους εί­ναι νό­μος ψυ­χι­κός, εί­ναι ε­πί­σης η αρ­χή που κα­θο­ρί­ζει ο­λό­κλη­ρη τη ζω­ή. Τα δύ­ο α­ντί­θε­τα αυ­τά στοι­χεί­α μπο­ρούν να κα­τα­στούν α­πελ­πι­σμέ­νοι α­ντί­πα­λοι και να ρι­χτούν σε μια πά­λη χω­ρίς έ­λε­ος, μπο­ρούν ό­μως να συ­νυ­πάρ­ξουν συ­μπληρω­μα­τι­κά σε μια υ­πέρ­τα­τη ε­νό­τη­τα.

Το μη­τρι­κό έν­στι­κτο εί­ναι η πη­γή, απ’ ό­που βγαί­νει το Α και το πατρι­κό έν­στι­κτο εί­ναι ε­κεί­νο που κα­τευ­θύ­νε­ται σ’ έ­να σκο­πό, στο Ω. Αλ­λά στο δρό­μο της πο­λώ­σε­ως των μορ­φών, το πα­τρι­κό έν­στι­κτο μπο­ρεί να ε­κτρα­πεί, να υ­πο­στεί τον πει­ρα­σμό, να α­κο­λου­θή­σει την άρ­νη­ση και να ε­πι­στρέ­ψει στη νύκτα των αρ­χών.

8. Ως κοι­νω­νι­κή μορ­φή, η ε­πι­στρο­φή στη μη­τριαρ­χί­α θα σή­μαι­νε τον έσχα­το βαθ­μό εκ­φυ­λι­σμού του αν­θρω­πί­νου τύ­που. Η γυ­ναί­κα παίρ­νο­ντας τη θέ­ση του αν­δρός δεν έ­χει να προ­σφέ­ρει τί­πο­τε το ι­διαί­τε­ρο. Α­ντί­θε­τα, χά­νει το μη­τρι­κό στοι­χεί­ο και την ί­δια την α­πο­στο­λή της. Αρ­χή θρη­σκευ­τι­κή υ­πο­τάσ­σεται στο πνεύ­μα. Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τον άν­δρα εί­ναι α­νοι­κτή στις μα­γι­κές και δαι­μο­νι­κές δυ­νά­μεις και το στοι­χεί­ο της λο­γι­κής δεν α­σκεί κα­νέ­να ρό­λο στο βα­σί­λειό της. Α­πό την ά­πο­ψη αυ­τή, η μη­τριαρ­χί­α και οι διά­φο­ρες μορ­φές της γυ­ναι­κο­κρα­τί­ας εί­ναι βα­θιά δι­δα­κτι­κές, για να κα­τα­λά­βου­με την ί­δια την α­ξί­α της γυ­ναί­κας.